31December

Η ΛΑΜΠΡΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΠΟΔΑΡΟΥ

_5c64281f-a79b-4342-9331-a35a6f181cac

Η ΛΑΜΠΡΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΠΟΔΑΡΟΥ

[Από τη συλλογή διηγημάτων της ΛΕΦΑΛΟΚ, Christmas Bloody Christmas, η οποία διατίθεται σε δωρεάν e-book (pdf) εδώ: https://www.lefalok.gr/christmas-bloody-christmas ]

Το καλοκαίρι του 2018 αποφάσισα να δεχθώ την πρόσκληση του παλιού μου φίλου από το Πυροβολικό, Βασίλη Π., και να τον επισκεφθώ στη Θάσο. Είχε προσφάτως αγοράσει μια μισογκρεμισμένη αγροικία λίγο πιο έξω από το χωριό Σκάλα Σωτήρος και είχε βαλθεί με μεράκι να την αναπαλαιώνει. Μέσα σε ένα καλοκαίρι, το πολύ δύο, έλεγε πως θα κατόρθωνε να τη μετατρέψει στην ιδανική παραθεριστική κατοικία για την οικογένειά του. Όπως καταλαβαίνετε, ο Βασίλης δε με είχε καλέσει απλώς για να κάνουμε διακοπές αλλά επειδή χρειαζόταν ένα δεύτερο ζευγάρι εργατικά χέρια. Πιθανότατα θυμόταν πόσο δεινός αγγαρειομάχος είχα υπάρξει κατά τη στρατιωτική μου θητεία· ή μπορεί και απλά να τα βρήκε σκούρα με τις εργασίες αναπαλαίωσης. Αυτά ποτέ δεν είναι τόσο εύκολα κι ευχάριστα όσο τα δείχνουν τα βιντεάκια στο διαδίκτυο, πείθοντας τους άμαθους στα χειρωνακτικά αστούς να καταπιαστούν με κάτι τέτοια.
Ένα απόγευμα, δουλεύαμε στο κατώι του σπιτιού για να αποκαλύψουμε την αρχική λιθοδομή του 19ου αιώνα κάτω και να βγάλουμε από πάνω της τους μεταγενέστερους σοβάδες. Μου είχε κάνει εντύπωση πόσο στιβαρή ήταν η κατασκευή του παλιού οικήματος. Ακόμη και μετά από περίπου ενάμιση αιώνα, όλες οι πέτρες παρέμεναν γερά αρμοσμένες αναμεταξύ τους. Όταν λοιπόν παρατήρησα μια από αυτές να σαλεύει κάτω από τα χτυπήματα του καλεμιού μου, παραξενεύτηκα.
Την τράβηξα έξω και αποκάλυψα μια κοιλότητα την οποία μόνο ως «μυστική κόχη» μπορώ να περιγράψω, καθότι ήταν προφανές πως είχε κατασκευαστεί εσκεμμένα ως κρυψώνα. Μέσα εκεί βρήκα έναν μικρό μαλλιαρό μπόγο που αρχικά πέρασα για νεκρό ποντίκι. Όπως αποδείχθηκε όταν το κοίταξα καλύτερα, επρόκειτο για ένα τμήμα κατσικοδέρματος δεμένο ολόγυρα με κάτι που έμοιαζε σαν ξεφτισμένο κομποσκοίνι και υφασμάτινες κορδέλες κεντημένες με αραβικούς χαρακτήρες. Στο εσωτερικό του ήταν τυλιγμένες ρολό ένα μάτσο κιτρινισμένες σελίδες, πυκνογραμμένες μπρος-πίσω.
Δε χρειάζεται, πιστεύω, να σας περιγράψω τον ενθουσιασμό που με κατέλαβε. Για το υπόλοιπο της ημέρας ρίχτηκα στο διάβασμα και η δουλειά, προς ανομολόγητο εκνευρισμό του Βασίλη, ξεχάστηκε. Με πολύ κόπο, γραμμή-γραμμή, πάσχιζα να ανασύρω τις λέξεις μέσα από τον σχεδόν ακατάληπτο γραφικό χαρακτήρα του ανώνυμου συγγραφέα. Εκείνος με άκουγε, αρχικά από ευγένεια μα μετέπειτα μαγνητισμένος. Όταν, αργά το βράδυ, τελείωσα την πρώτη ανάγνωση στο φως της λάμπας υγραερίου απομείναμε να κοιταζόμαστε παγωμένοι, σαν κεραυνόπληκτοι ηλίθιοι. Τι ήταν αυτό που μόλις είχαμε διαβάσει; Το αποκύημα κάποιας διεστραμμένης λογοτεχνικής φαντασίας ή μια πραγματική εξομολόγηση, τόσο φρικτή που ο συγγραφέας της μετάνιωσε την ίδια κιόλας στιγμή που την έγραψε και θέλησε να την καταχωνιάσει κάπου όπου δε θα την έβλεπε ποτέ ανθρώπου μάτι;
Όπως και να είχε, ο Βασίλης δεν είχε την παραμικρή διάθεση να κρατήσει αυτό το ανίερο πράγμα στο σπίτι του. Είναι, άλλωστε, άνθρωπος ωραίος κι απλός, από εκείνους που τρέφουν μια εγγενή αποστροφή για κάθε τι που δεν κατανοούν και δε θέλουν να κατανοήσουν. Γνωρίζοντας την έφεσή μου στις ιστορικές μελέτες και την αγάπη μου για κάθε τι παράδοξο του παρελθόντος, μου το παραχώρησε βιαστικά, αφήνοντας να εννοηθεί ξεκάθαρα πως δεν ήθελε να ξαναμιλήσουμε για αυτό όσο θα έμενα εκεί. Άλλωστε, είχαμε πολλή δουλειά να κάνουμε και το λαμπρό φως του καλοκαιριού δεν άφηνε χώρο για σκιές.
Σήμερα, για πρώτη φορά, παραθέτω αυτούσιο το ανώνυμο τούτο χειρόγραφο στο ευρύ κοινό, δίχως περικοπές ή διορθώσεις. Αφήνω την κρίση του αναγνώστη να αποφασίσει εάν πρόκειται για προϊόν αρρωστημένης μυθοπλασίας ή για αληθινή μαρτυρία γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων του 1862, κάπου στις σκιερές πλαγιές του Παγγαίου όρους, μόλις σαράντα χιλιόμετρα μακριά από τις δυτικές ακτές της Θάσου όπου το μυστικό, άγνωστο πώς, κατέληξε όπως ξεκίνησε: ενταφιασμένο μέσα σε έναν τοίχο…
****
Τὸ ἀρχαῖον Θρακικὸν τεῖχος, ἀναδυόμενον ὡς κυκλώπειον λείψανον ἐν μέσῳ πυκνῶν βάτων καὶ λογγωμένων ἁψίδων πουρναρόδενδρων, κείμενον εἰς τὴν Βορινὴν πλευρὰν τοῦ χωρίου τῆς Παλαιᾶς Καβάλας, εἰς ἡμᾶς τὰ λιγοστὰ ἐντόπια παιδία ἦτο γνωστὸ ὡς «παγανὴ ξερολιθιά». Ἀσφαλῶς, ἡ ὀνομασία τούτη οὐδαμῶς πήγαζε ἐκ τινὸς ἡμετέρας γνώσεως ἀκαδημαϊκῆς περὶ τῶν πολυθεϊστικῶν πεποιθήσεων τῶν κτητόρων τοῦ τείχους μὰ ἐκ τῆς δημώδους ἡμῶν πίστεως πὼς εἰς τὰς κόγχας τοῦ ἀρχαίου οἰκοδομήματος ἐμφαίνοντο Λυκοκαντζαραῖοι εἰς τοὺς ἀλαφροΐσκιωτους, ἰδίως κατὰ τὴν περίοδον τοῦ Δωδεκαμέρου.
Ἡμεῖς οἱ ὀλίγοι ἑλληνοπαῖδες τῆς Παλαιᾶς Καβάλας, θέλοντες ἀποφυγεῖν τὴν συναναστροφὴν τῶν πολυπληθεστέρων τουρκοπαίδων τοῦ χωρίου, συχνῶς συναθροιζόμασταν ἐκεῖ, συντροφεύοντες τὴν Λενούλαν, τὴν συνομήλικην ἡμῶν δωδεκαετὴν κόρην τοῦ Μαστρο-Μιχάλη τοῦ Πούλιου, καθ’ ἑκάστην βόσκουσα ταῖς αἶγες τοῦ πατρὸς τῆς ἐπὶ τῶν ἀποκρήμνων καὶ σπηλαιοτρήτων πλαγιῶν τοῦ Παγγαίου ὅρους. Τὰ βοσκοτόπια τοῦτα ἦτο δι’ ἡμᾶς τόπος παιγνίου καὶ ἀναψυχῆς ἀδόλου, ἰδίως μετὰ τοῦ Μαυρόγιαννου, τοῦ μελάγχρου τράγου τοῦ ποιμνίου ὅστις εἶχε ὀφθαλμοὺς παρδαλοὺς καὶ εἰς τὴν ὑψηλὴν νοημοσύνην του ὁμοίαζε πλεῖον εἰς τσοπανόσκυλον παρὰ εἰς ἐρίφιον.
Ἐνταῦθα ἤρχισεν τὸ κακὸν ἤ, εἰλικρινῶς εἰπεῖν, ἐνταῦθα τὸ ἀφύπνισα ἀκουσίως ἐκ τοῦ προαιωνίου του ληθάργου. Εἰρωνικῶς, μόνος ἐγὼ ἐσώθην ὑπὸ τινὸς μυστηρίου Προνοίας ἥτις ἠθέλησεν μὲ διατηρήσει ζωντανὸ ἵνα μαρτυρήσω, τοσαύτα ἔτη μεταγενέστερως, τὰς μυστηριώδεις καὶ ἀποτροπαίας συνθήκας τοῦ μοιραίου ἐκείνου Δωδεκαμέρου τοῦ 1862 αἵτινες ὡδήγησαν εἰς τὴν ἐξαφάνισιν ὅλων τῶν παιδίων ρωμέικου αἵματος ἐκ τοῦ χωρίου.
Ἦτο περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς δευτέρας ἡμέρας τοῦ Δωδεκαμέρου ὅτε ἡ ἡμετέρα ποιμενικὴ ὁμήγυρις, ἀποτελούμενη ἐκ τῆς Λενούλας, τοῦ Παντελῆ τοῦ Παχύ, τοῦ Πάνου τοῦ Σγουροῦ, τοῦ Σταυράκη καὶ ἐμοῦ, παρευρίσκετο πλησίον τῆς τοποθεσίας Μάνα τοῦ Νεροῦ, ὅθεν τὸ ρέμα τοῦ Σκουλοῦ ἀναβλύζει ἀπὸ πληθώρα μικρῶν στοῶν αἵτινες διατρύουν την φαλακρὴν καὶ πετρώδην πρόσοψιν τοῦ Παγγαίου ὅρους.
Εἰς τὰ ἀρχαῖα χρόνια, συνήθιζεν ἀφηγεῖται πρὸς ἡμᾶς ὁ Παπα-Μελέτης, τὸ χωρίον ἡμῶν ἐκαλούτο Σκάβαλλα, ἐλέῳ τῶν μεταλλείων χρυσοῦ, ἀργύρου καὶ σιδήρου τὰ ὁποῖα ἐπλεόναζον ἐντὸς τῶν σπλάχνων τοῦ ὅρους. Αὐτόθι, ἔλεγε ἡμῖν, ὁ Μεγαλέξαντρος εἶχεν ἐξορύξει μαλάματα ἵνα  κατασκευάση τ’ ἅρματα μετὰ ἅτινα ἠδυνήθει κατατροπώσει τὸν κατηραμένον ὄφιν καὶ σφραγίσει τοὺς Λυκοκαντζαραίους ὑπηρέτας αὐτοῦ ὄπισθεν τῶν σκαιῶν πυλῶν τοῦ Κάτω Κόσμου.
Ἀληθῶς εἰπεῖν, τὸ ἀρχαῖον τεῖχος, νῦν θλιβερὸν λείψανο τῆς προτέρου δόξης του, περιετριγύριζε τὰς ὀπὰς, τὰ λαγούμια καὶ τὰ λαξευμένα σπήλαια ἀρχαιοτάτων μεταλλευτικῶν ἐπιχειρήσεων περιεζωσμένα θρύλους. Τοσούτως ἐνσωματωμένον ἦτο τὸ αἰωνοβαρὲς οὖτο κτίσμα εἰς τὸ τοπίον μὲ τὰς ἀγρίας κουμαριᾶς καὶ πουρνάρια, ὥστε οὐδόλως εἴχομεν ποτὲ παρατηρήσει πὼς ὁ σχεδιασμός του ἦτο ὁλωσδιόλου παράδοξος καὶ ἀντίθετος πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς ὀχυρωματικῆς ἐπιστήμης καὶ λογικῆς. Ὁμοίαζε λὲς κι ὁ σκοπὸς τῆς ἀνεγέρσεώς του ἦτο οὐχὶ τὸ ἀπωθεῖν ἔξωθεν εἰσβολεῖς ἀλλὰ τί μᾶλλον προστατεύειν τοὺς ἔξωθεν κειμένους ἀπὸ ἐντεῦθεν ἀγνώστους προσβολάς.
Τὴν μοιραίαν ἑσπέραν ἐκείνην, ἔχοντες πλέον ἀποκάμνει ἀπὸ τὸν μόχθο τῆς ἡμέρας καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ παίγνια ἡμῶν, εὑρέθημεν πεινῶντες σφόδραν μὰ ἠναγκασμένοι νὰ περισυνάξομεν τὰ ἐρίφια πρὸς ἐπιστροφὴ εἰς τὸ μαντρί του Μαστρο-Μιχάλη. Αἱ τροφίαι τῆς ἡμέρας καὶ τὰ προσφάγια ἡμῶν, κάτι ἐλιὲς θροῦμπες καὶ ρημαδοπαξίμαδα πυροῦ, εἶχον σωθεῖ ἤδη ἀπὸ μεσημβρίας. Αἱ ἡμέτεραι γαστέραι διεμαρτύροντο γουργουρίζουσαι καὶ μεγίστη ἀνυπομονησία διακατεῖχε ἡμᾶς ἵνα ἐπιστρέψομεν τὸ συντομότερον δυνατὸν εἰς τὰς ἡμετέρας ἑστίας καὶ ἀχνίζοντα τσουκάλια.
Ὁ Παντελὴς ὁ Παχὺς καὶ ὁ Σταυράκης εἶχον ἀπομακρυνθεῖ πρὸς τὴν ὑψηλοτέραν πλευρὰν τοῦ τείχους ἀναζητῶντες τινὰ ἀπολωλότα ἐρίφια. Ὁμοίως, ἡ Λενούλα κι ἐγώ, καταδιώκαμε δύο ἕτερα ἐρίφια ἅτινα εἶχον τρυπώσει ἐντὸς λαξευμένων στοῶν ἐπὶ ὑψωματιδίου κειμένου πλησίον. Τὸ κυρίως ποίμνιον τὸ εἴχομεν ἀφήκει ὑπό την φροντίδαν τοῦ Πάνου τοῦ Σγουροῦ, στὴν βᾶσιν τῆς ραχούλας, μετὰ τοῦ Μαυρόγιαννου, τοῦ μελάγχρου τράγου.
Ἐνθυμοῦμαι ἐναργῶς τὴν τρυφερότητα τοῦ καλέσματος τῆς Λενούλας πρὸς τὰς γίδας της, τὴν Ἄσπρην καὶ τὴν Καλομάταν. Ἀφουγκραζόμενη ἐναγωνίως, ἡ παιδίσκη ἀνέμενε διακρίνειν ἓν βέλασμᾳ πρὸς ἀπόκρισιν τῶν κλήσεών της. Εἰς μάτην.
Πλησίον τοῦ στομίου μιᾶς ἐκ τῶν στοῶν φύετο ἀγιόκλημα πανώριον, ἀποκρύπτον σχεδὸν ὁλοκληρωτικῶς τὸ σκιῶδες στόμιο τῆς κοιλότητος. Περιχαρὴς διὰ τὴν εὐτυχὴν ἀνακάλυψιν, ἤρχισα μαδεῖν τοὺς εὐωδιαστοὺς ἀνθοὺς τραβῶντας τὸν ἐνδότερον μίσχον τῶν ἐκ τῆς βάσεως ἵνα ἀποσπάσω παρ’ ἑκάστου μίαν σταγόνα γλυκοῦ νέκταρος καὶ τοιουτοτρόπως να κορέσω κατὰ τί τὴν λίμαν μου. Ὅσον ἡ Λενούλα ἔκραζεν, ἐγὼ κατηυβρόχθιζα τὸν ἐν ἀνθὸ μετὰ τοῦ ἑτέρου. Πρόσφερα δὲ καὶ εἰς τὴν ἀγωνιοῦσα διὰ τὰ ἐρίφια παιδίσκη μιὰ χούφτα ἐξ αὐτῶν. Μολαταῦτα, ἀντὶ ἐνδείξεως εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ ἐμὸν δῶρο, ἡ Λενούλα ἐθεώρει μὲ μετ’ ὀφθαλμῶν πλήρων δέους.
«Βρὲ ἀθεόφοβε! Τί κάμνεις ἐκεῖ; Αὐτὰ εἶν’ του Μαλαγάνα· τί τὰ τρῶς; Θέλει νὰ σὲ γλυκάνει γιὰ νὰ σοῦ πάρει τὸ φαγί σου καὶ να μείνεις νηστικός».
Ἐγώ, ἂν καὶ οὐδέποτε εἶχον δεῖ Λυκοκαντζαραίους ἰδίοις ὄμμασι, ἐγνώριζα καλῶς τόσον τὰ ὀνόματα αὐτῶν ὅσο καὶ τὰς ἰδιότητάς των. Ἡ βάμβω μου, ἡ Κυριακή, μὲ εἶχε ἐμβριθῶς δασκαλεύσει περὶ ὅλων τῶν τεχνασμάτων καὶ κακοποιῶν διαθέσεών των. Τοσοῦτον τοὺς ἐφοβεῖτο, ἰδίως κατὰ τὴν περίοδον τοῦ Δωδεκαμέρου, ὥστε οὐδαμῶς ἐπέτρεπέ μοὶ νὰ διαβῶ τὴν πόρταν καθ’ ἑκάστην δίχως νὰ βεβαιωθεῖ πὼς ἔφερον πουγκὶ περασμένον διὰ ἀορτῆρος πέτσινου γύρω ἀπ' τὸν λαιμόν μου, οὕτως εἰπεῖν περίαπτον τί, περιέχον στάχτη ἀπὸ τὴν ἑστία πέριξ τοῦ σιγοκαίοντος Χριστόξυλου. Φάρμακον ἰσχυρόν, τὸ ἔλεγεν ἡ βάμβω μου, κατὰ παντὸς συναντήματος καὶ Λυκοκαντζαραίου.
Ἐπιγελάσας τὴν Λενούλαν διὰ τὸ ἀφελὲς τοῦ φόβου της, ἔριψον τα προηγουμένως προσφερθέντα εἰς αὐτὴν ἄνθη ἐντὸς τοῦ ἀβαθοῦς σπηλαίου, ἐν εἰδει χλευαστικῆς προσφοράς, λέγων ἀναιδῶς:
«Ἂς τὰ φάγει ὁ Μαλαγάνας, τότες. Που τρώγει καὶ δὲν μᾶς δίνει».
Ἒτοιμος ὢν νὰ συνεχίσω τὴν ἀκόρεστον λαφυραγωγίαν μου τοῦ ἁγιοκλήματος ὅτε ἄφνου ἠκούσαμεν βελάσματα καὶ γέλωτες πλησίον ἡμῶν. Ἠκολουθήσαντες τὸν ἦχον ἐπὶ τοῦ κακοτράχαλου μονοπατίου ὑπὸ τὸ βαθαῖνον λυκόφως, βρεθήκαμεν ἐνώπιον ἑτέρου σπηλαίου χάσκοντος ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τοῦ ὅρους. Φαίνεται ὅτι πάλαι ποτὲ τὸ ἀρχαῖον τεῖχος ἐκάλυπτε πλήρως τὸ σπήλαιον οὖτο μὰ προσφάτως οἱ κυκλώπειοι λίθοι εἶχον καταρρεύσει ὑπό διαβρώσεως ἢ σεισμοῦ τινός, ἀποκαλύπτοντας ὀπὴ σκοτοειδή, ἀπροσμέτρητου βάθους.
Ἔμπροσθεν αὐτῆς ηὕραμεν τὸν Παντελὴν μετὰ τοῦ Σταυράκη, καθήμενους ἐπὶ ὀγκολίθων, νὰ τρώγουσιν γαστριμάργως μελίρρυτα λαλάγγια, γελῶντες καὶ πειράζοντες ὁ εἰς τὸν ἕτερον. Πλησίον αὐτῶν ἔστεκε ὁ Μαυρόγιαννος στοχαστικῶς ἀτενίζων τὰ παιδία μετὰ τῶν παρδαλῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ περιέργως ἀπαστράπτοντας. Ἡ γουργουρίζουσα γαστέρα μου εὔθυς μὲ παρακίνησε εἰς ζηλοτυπίαν.
«Ποὺ τὰ εὑρήκατε τὰ λαλάγγια, βρὲ κερατᾶδες;» ἠρώτησα αὐτούς. «Εἶστε καὶ μοναχοφάηδες, πανάθεμά σας».
«Ὁ Μαυρόγιαννος μας κέρασε», ἀπήντησε ὁ Σταυράκης φουντώνοντας τὸν φθόνον μου ἔτι περαιτέρω διὰ τοῦ καταφανοῦς του ψεύδους.
Ἐν τούτοις, ὀφείλω ὁμολογήσειν πὼς ἡ παρουσία τοῦ Μαυρόγιαννου ἐνταῦθα ἦτο παράδοξος καὶ λίαν ἀνεξήγητος. Μόλις πρὸ ὀλίγου τινὸς τὸν εἴχαμεν ἰδεῖ εἰς τὴν βᾶσιν τῆς ραχούλας μετὰ τοῦ ποιμνίου καὶ τοῦ Πάνου τοῦ Σγουροῦ. Πότε εἶχεν σκαρφαλώσει τὸ ζωντανὸν τοσούτως ὑψηλὰ ἄνευ τινὸς σημείου ἢ κροταλίσματος τοῦ χαλκέου κώδωνος αὐτοῦ; Ἀτενίσαντες ὑπὸ τὸ βαθὺν πέπλον τοῦ μουχρώματος δὲν ἠμπορέσαμε νὰ ηὒρουν ἴχνος μήτε τοῦ Πάνου μήτε τοῦ ποιμνίου. Ἐκαλεσάμενοι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οὐδεμία λάβαμεν ἀπόκρισιν.
«Ὠρὲ ’σεῖς! Κατὰ ποὺ τράβηξε ὁ Πάνος;» ἀνεφώνησα.
Ὁ Σταυράκης ἀνεσήκωσεν τοὺς ὤμους τρώγων κι ὁ Παντελὴς ὁ Παχὺς ἐξηφάνισε τὸ τελευταῖον λαλάγγι ἐντὸς τοῦ ἀδηφάγου στόματός του μὲ μίαν κίνησιν βουλιμική. Ὁ Μαυρόγιαννος, ὡς ἀντιληφθεὶς τὸ ἐρώτημά μου μετὰ νοημοσύνης ἀνθρωπίνης, ἐτίναξεν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπανειλημμένως καὶ ἐπισταμένως καταδεικνύων κατεύθυνσιν τινὰ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου. Αἴφνης, πληθώρα βελασμάτων ἀντιλάλησαν σπηλαιόθεν, ἀναδυόμενα ἐκ βαθέων δυσπροσδιορίστων. Ἡ Λενούλα ἐφρικία.
«Ἀμάν! Πάει τὸ κοπάδι», ἐθρήνει ἡ παιδίσκη. «Πῶς τρυπώσανε ἐκεῖ; Θὰ μὲ περάσει ἀπὸ ζωνάρι ὁ Μαστρο-Μιχάλης».
Τηνικαύτα, ὁ Μαυρόγιαννος τὴν ἐπλησίασεν καὶ ἄγγισεν αὐτὴν διὰ τῆς κερασφόρου αὐτοῦ κεφαλῆς ὠθῶντας τὴν πρὸς τὸ χάσκον τῆς στοᾶς σκότος. Ὡς ὀνειροβατοῦσα, ἡ Λενούλα ὑπήκουσε εἰς τὴν παρότρυνση τοῦ τράγου ὅστις εἶχεν ἀναλάβει αὐτοβούλως τὸν ρόλο τοῦ ποιμένα εἰς ἀναίρεσιν αἰσχρὰν τῶν κανόνων κάθε φυσικῆς τάξεως.
Εὐσπλαχνισθεὶς τὴν μουδιασμένην τρομάρα τῆς παιδίσκης ἥτις καθιστοῦσε αὐτὴν βουβόν, ἐγὼ ἔσπευσον συνοδεύσειν αὐτὴν ἐντὸς τοῦ ζοφώδους καὶ ἀφώτιστου σπηλαίου. Ὁ Σταυράκης κι ὁ Παντελής, ἔχοντες ἀποφάγει, ἠκολούθουν διστακτικῶς ἐκ τῶν μετόπισθεν.
Ὀσμὴ κόπρου καὶ σήψεως ὑπογείας καθιστοῦσε τὸν ἀέρα βαρὺν κι ἀνθυγιεινόν. Ἐντούτοις, ἠμπόρουμεν ἔτι ἀκούειν τὰ βελάσματα συσσώμου τοῦ κοπαδιοῦ καθὼς καὶ τὰ χαλκοκούδουνα αὐτῶν κροταλίζοντα ἐκ βαθέων ἀπροσδιορίστων.
Ἀχὸς ἀλλόκοτος κι ἀπόμακρος, θυμίζων μελωδία στριγκὴ καλάντων, συνόδευε ταῖς φωναῖς τῶν ἐριφίων μετατρεπόμενος εἰς βόμβον μονότονο παρὰ κάποιας ἰδιότροπης ἀλλοιώσεως τοῦ ἤχου. Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ. Ἐξ ὁμοῦ ἐκαλέσαμεν τὸ ὄνομα τοῦ Πάνου ἐπανειλημμένως καὶ ἐναγωνίως, μὴν τολμόντες εἰσχωρήσειν βαθύτερον εἰς τὸ πηκτὸν μέλαν σκότος. Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ, ἀντιλάλησαν ἐκ νέου οἱ χαλκέοι κώδωνες, λαμβάνοντες τινὰ ἀνθρώπινη χροιὰ καὶ συνενωνούμενοι εἰς ἐπίμετρον ρωμέικων καλάντων.
Ἐξ αἴφνης, σκιὰ τινὰ κινουμένη ἐντὸς τῶν σκιῶν ἐσκίρτησεν καὶ ἓν σχῆμᾳ μέλαν ἐντὸς τοῦ διαχύτου ζόφου διεκρίθη ὑπὸ τὴν ἄκρην τοῦ πεδίου τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν. Φωνὴ ψιλή, μελιστάλαχτος καὶ ὑπνωτικὴ, ἀνεδύθη ὄπισθεν ἡμῶν:
«Ὁ Πάνος εἶν’ ἤδη κάτου, στὸ γιορτινό μας τὸ τραπέζι. Κοπιάστε, βρέ, κι ἐσεῖς. ’Δὼ τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι μιὰ μέρα μονάχα. Βαστᾶνε ὡς τη Λαμπρή».
Ἅπαντες παγώσαμεν. Ἡ φωνὴ ταύτη ὁμοίαζε ὡς ἐκπορευόμενη ἐκ τοῦ Μαυρόγιαννου. Μεταλλικὸς ἦχος τὶς ὀξύς, δὶς ἐπαναλαμβανόμενος, ὡς μάχαιραν συρίζουσα ἐπὶ τσακμακόπετραν, ἠκούσθη καὶ αἴφνης σπίθες ἀναπήδησαν γεννῶσαι φωσφορεία. Φῶς ὠχρὸν καὶ φιλάσθενον ἠμφανίσθη ἐν τῷ σκότει, ὁλοένα αὐξανόμενον ὡς κάρβουνον ὑπό της φουφοὺς ἀναζωπυρούμενον. Παραχρήμα συνειδητοποιήσαμεν πὼς πηγή του ἦσαν τὰ τοῦ Μαυρόγιαννου κέρατα. Λάμψις ἀπόκοσμος ἐπήγαζε ἐξ αὐτῶν μετατρέποντάς τα εἰς πυροφάνια στριφογυριστὰ ἐκχέοντα ὁλόγυρα αὔραν ἀγλαήν, ὥστε ἠδυνάμεθα διακρίνειν καλῶς ποῖος ὁμίλει.
Καθήμενον ἔνθεν τῶν φαεσφόρων κεράτων τοῦ Μαυρόγιαννου ἦτο ἀνθρωπάριον, δίπηχες καὶ γλοιωδῶς ἄτριχον, κατάχλωμον ὡς σαμιαμίδιον. Ἡ περιβολὴ αὐτοῦ ἦτο Πασᾶ Τούρκου, περίλαμπρος, καὶ οἱ σπινθηρίζοντες ὀφθαλμοὶ ἦτο βαμμένοι ὡς τῶν Ἀγαρινῶν ἀγάδων. Εἰς τὴν χεῖρα του ἐκρατοῦσεν μικροσκοπικὸν χαλύβδινον γιαταγάνι, τὸ ἄρτι χρησιμοποιηθὲν ἐργαλεῖο εὐθυνόμενον διὰ τὴν φωταγωγίαν τῶν κεράτων τοῦ ἡμετέρου τράγου.
«Ἀμάν! Ὁ Μαλαγάνας» στρίγκλισεν ἡ Λενούλα.
«Σώπα, κόρη τ’ Ἀδάμ, καὶ μὴν τρομάζεις. Ἀπόψε καὶ κὰθ’ ἀπόψε, ἔχομε γιορτή. Δὲν εἶν’ γιὰ φωνὲς καὶ γιὰ τρομάρες. Πεῖτε μου, καλέ, τὰ κάλαντα κι ἐσεῖς σὰν καὶ τὸν φίλο σας, τὸν Πάνο. Κι ἐγώ, στὸ λόγο μου, θὰ σᾶς πῶ καὶ ποὺ ’ναι τὸ κοπάδι καὶ θὰ σᾶς δείξω τραπέζι γιορτινὸ μὲ τηγανίτες καὶ βουτύρατα, μπακλαβᾶδες, φοινίκια, δίπλες καὶ κάθε νοστιμιά».
Πλαταγισμὸς ἀποτρόπαιος τῶν ἰσχνῶν χειλέων του ἀνέκοψεν τὸν εἱρμὸ τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ μιὰ γλῶσσα διχαλωτὴ πρὸς στιγμὴν ἀνεδύθη ἀναμέσῳ τῶν ὀδόντων του.
«Θὰ ’χει καὶ σύγκλινα, λουκάνικα κι ἀρνάκι γάλακτος πιὸ τρυφερὸ κι ἀπ’ ἀφρόγαλο. Μονάχα πεῖτε μου τὰ κάλαντα κι ἐσεῖς, νὰ σᾶς δεχτῶ μουσαφιραίους».
Ὁ Παντελὴς ὁ Παχὺς κι ὁ Σταυράκος, οἵτινες εἶχον ἀκονίσει ἤδη τὴν ὂρεξιν των μὲ τὰ λαλάγγια, ἤκουον τὸν Μαλαγάνα σιελοροόντες. Τάχιστα ἐπείσθησαν νὰ ἄδουν παρασύροντες κι ἐμέ, τὸν ζηλέψαντα τὴν πρότερη καλή τους τύχη. Μοναχὰ ἡ Λενούλα δὲν ἥνωσε τὴν φωνὴ αὐτῆς εἰς τὴν φάλτσαν ἡμῶν χορωδία:
«Χριστὸς γεννέθεν, χαρὰ σὸν κόσμον, ἀκαλὴ ὥρα, καλὴ σὴ μέρα… ἀκαλὸν παιδίν ὀψὲς γεννέθεν, ψὲς γεννέθεν, οὐρανεστάθεν... ἔρπαξαν ἀτὸν οἱ σκὺλ’ Ἑβραῖοι, σκὺλ’ Ἑβραῖοι καὶ μὶλ’ Ἑβραῖοι…»
Ὁ Μαλαγάνας ἐμειδία ἁρπακτικῶς ἠκοῦον ἡμᾶς ἐνῶ ὁ Μαυρόγιαννος ἔσειε ρυθμικῶς τὴν κεφαλήν του ἀκολουθῶντας τὸν σκοπό μας.
«Ἂς σ’ ἀρχοντικὰ κι ἀσ’ σὴν καρδίαν, γαίμαν ἔσταξεν, φλογὴν κι ἀσ’ ἐφάνθεν…»
Ἀποσώσαντες τὰ κάλαντα ἐσιγήσαμεν. Ὁ ἀὴρ ἐντὸς τοῦ ὠχροφώτιστου σπηλαίου ἐφάνη μοὶ ὡς παλλόμενος μετὰ τινὸς ἐντάσεως ἀρρήτου. Φλέβαι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἐπὶ τῶν ὑγρῶν καὶ μουχλοειδὼν τοιχωμάτων διεκρίνοντο ἀσθενῶς αὐγάζουσαι καὶ ληθαργικῶς ρέουσαι, ὡς τὰ πολύτιμα μεταλλεύματα νὰ εἶχον ὑγροποιηθεῖ. Εἴτα, ὁ Μαυρόγιαννος ἐσηκώθη στὰ πισινὰ αὐτοῦ ποδάρια, ὡς ἵππος αἴφνης θορυβημένος, καὶ ἐφόρμησε ἔμπροσθεν ἡμῶν καλπάζων φρενήρως πρὸς σήραγγαν τινὰ κείμενη εἰς το βάθος τοῦ ἄντρου. Ὁ Μαλαγάνας, ἁρπάσας τὰ κέρατα αὐτοῦ σφιχτὰ ἵνα σταθεροποιήσει ἑαυτὸν ἐπὶ τοῦ ὑποζυγίου, ἀνελύθη εἰς γέλωταν διαπεραστικὸν καὶ μανιώδη.
«Καὶ τοῦ χρόνου! Κοπιάστε. Κοπιάστε στὸ τραπέζι το λοιπόν».
Ἡμεῖς, ἐν μέρει μὴ θέλοντες ἀποστερηθεὶν τὴν μοναδικὴν πηγὴ φωτὸς ἥτις ἠδύνατο ἀποκαλύψει τὴν τοποθεσία τοῦ κοπαδιοῦ καὶ ἐν μέρει παρασυρμένοι ὑπὸ τὴν θαλερὰν ὑπόσχεσιν τραπέζης γιορτινῆς, ξεχύθημεν στὸ κατόπι δίχως ἑτέρα ἀναστολήν. Ἠκολούθημεν πορείαν κατηφορικήν, φιδογυρίζουσα καὶ ἀενάως διακλαδιζομένη ἐντὸς τῶν σπλάχνων τοῦ ὅρους, ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ μελάγχροα τράγου εἰς διαδρομὴν δαιδαλώδην μὲ τοσαύτην ταχύτηταν ἄχρι παραζάλη καὶ ἰδιάζουσα ναυτία κατέλαβεν ἡμᾶς. Ὁ παιδικὸς ἡμῶν νοῦς οὐδὲν ἔβαζεν κακὸν μήτε ἔγνοιαν ἐπιστροφῆς εἰς τὰ ἄνω. Ἡ μαστίζουσά με πεῖνα, φλογισθῆσα ὑπὸ τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Μαλαγάνα περὶ ἐδεσμάτων ἐκλεκτῶν, κινοῦσε τοὺς πόδας μοῦ τροχάδην ἐνῶ ἔσυρον τὴν Λενούλαν διὰ τῆς χειρὸς αὐτῆς ξοπίσω ἐμοῦ.
«Ἄσε με, ἄσε με· κακὸ χρόνο νὰ ’χεις», ἐδιαμαρτύρετο ἡ παιδίσκη. «Στὰ κομμάτια καὶ τὰ γίδια κι ὅλα. Ἐγὼ στὰ παγανὰ δὲν θέλω. Θα μᾶς μολέψουν!»
«Σώπα, βρὲ Λενιώ, καὶ θὰ ἰδεῖς», καθησύχαζον αὐτήν. «Ἀφοῦ τὸν Πάνο τὸν φιλέψανε, ἐμᾶς γιατί ὄχι;»
Ὅσον ἡ κατάβασις ἡμῶν συνεχίζετο, τόσον ἠυξάνετο ὁ βόμβος ἐκείνων τῶν ἀρχικῶς ἀπόμακρων καλάντων. Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ. Ἐκτυλισσόταν σταδιακῶς εἰς περίπλοκον κακοφωνίαν ἀσμάτων ἑορταστικῶν ἀναμεμειγμένων μετὰ βελασμάτων ἐριφίων, κρούσματα ντραμπούκων καὶ νταβουλίων, γέλωτες τραχιούς, σφυρίγματα ποιμενικὰ καὶ μουσικὴ ταμπουράδων καὶ λυρῶν συνοδευομένης ὑπὸ ρεψίματα καὶ ἀερισμοὺς χυδαίους.
Εἶχον ἔτι ἀπωλέσει κάθε δεινότητα θυμήσεως στροφῶν καὶ διακλαδώσεων αἵτινες εἴχομεν διαβεῖ ὅτε, ὁδηγούμενοι ὑπό τα ὠχροφαὴ κέρατα τοῦ Μαυρόγιαννου, ἀφιχθήκαμε εἰς ὑπόγειον σάλαν διαστάσεων ἀξιοσειμειώτων, εὐρεῖαν ὅσον πλατεῖαν χωρίου, καὶ φωταγωγημένη ὡς ἐπὶ περιστάσεως πανηγύρεως τινός. Τὰ θολωτὰ τοιχώματα τοῦ νέου οὒτου σπηλαίου ἦτο διάτρητα ἀπὸ χαμαῖ ἕως τῆς ὀροφῆς τῆς ἀποκρυπτομένης ὑπὸ ζόφου ἀδιαπεράστου. Μικροσκοπικαὶ κυψέλαι ἐσχημάτιζον μετέωρα κονάκια ἐπ’ αὐτῶν, ὁμοιάζοντα μὲ ἀσκηταριὰ φυσικῶς ἀπρόσιτα και ἃπαντα έξ αυτῶν κεκοσμημένα μετ’ ἐξώστου λαξευμένου. Μύριαι λυχνίαι πολύχρωμαι ἐκρέμοντο παρ’ ἑκάστου τοιούτου ἀσκηταριοῦ διαχέουσαι πανταχόθι φῶς ἀλλόκοτον καὶ μεθυστικὸν εἰς τὴν τῆς ὁράσεως αἴσθησιν.
Ἡ ὑπόγειος σάλα καθαυτὴ ἦτο λιθόστρωτος παρὰ πλακῶν μέλανος ἀλαβάστρου, κατακεκλεισμένη ὑπὸ τραπεζῶν κυκλικῶς τοποθετημένων καὶ ἀντικρυζουσὼν κεντρόθεν πρὸς ἓν φρέαρ μαρμάρινον. Ἐπὶ τῶν τραπεζῶν πληθώρα ἐδεσμάτων ἦτο στρωμένα, ἀπαρτίζοντα τοιαύτην γαστριμαργικὴν πανδαισίαν ἥντινα οὐδέποτεν εἴχομεν ὀνειρευτεῖ. Λοφίσκοι διπλῶν καὶ φοινικίων, καρδάρες μεστὲς μέλιτος καὶ λαλαγγίων, πιατέλες μὲ κρέατα ὀπτὰ κάθε λογῆς καὶ ἅλυσοι λουκανίκων ἐκόσμουν ὡς γιρλάντες τὴν ἐπιφάνειαν αὐτῶν. Αἱ θεσπεσίαι των ὀσμὲς γαργαλούσασι τοὺς ρώθωνές μου ἡδονικῶς εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ὥστε ἠσθανόμην τὰ λογικά μου νὰ ἀπόλλυνται.
Μολαταῦτα, ὀρόντες τὴν ἐπὶ τῶν τραπεζῶν συναγμένην καὶ ὀχλαγωγούσαν ὀμήγυρην, δέος σφοδρὸν καὶ κρύον κατέλαβε ταῖς καρδίαις ἡμῶν. Πλῆθος ἀπροσμέτρητον Λυκοκαντζαραίων ἐκάθετο ἐκεῖ, τρωγοπίνον, ἄδον κάλαντα αἰσχρὰ, παραμορφωμένα μετ’ ἀστεϊσμῶν βλασφήμων.
Πλείονα πλάσματα τοιούτα, ποικιλόμορφα καὶ ποικιλομεγέθη, ἀπὸ δίπηχη ἕως καὶ τετράπηχη εἰς ὕψος, ἐχόρευον ἐπὶ τῶν τραπεζῶν ἢ ἐκρέμοντο ἀπὸ τοὺς ἐξώστας τῶν κυψελοειδὼν ἀσκηταριὼν στριγγλίζοντας τὰ τραγούδια τῶν καὶ ἐγείροντας ἀληθὲς διονυσιακὸν πανδαιμόνιον.
Κάποια ἐξ αὐτῶν ἦτο ἀνθρωπόμορφα ἐνῶ ἕτερα ὁμοίαζαν μᾶλλον εἰς κτήνη σύνθετα καὶ ἀλλοπρόσαλλα. Ἄπασες αἱ διηγήσεις τῆς βάμβως μου, τῆς Κυριακῆς, εὑρίσκοντο ἔμπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν μου ὁλοζώνταναι.
Ὁ Καταχανάς, εἲς Λυκοκαντζαραῖος μὲ παρουσιαστικὸν ἀράπικον, γαστέραν τυμπανιαία καὶ δυσωδίαν οἰκτρὰ ἀναδυόμενη ἐκ τοῦ σώματός του, ἐκάθισεν ἡμᾶς ἐπὶ ταβλῶν ἔμπροσθεν μιᾶς τραπέζης πλησίον του Κοψομεσίτη, μὲ τὴν φρικτὴν καμπούρα του ὡσὰν σπυρὶ ὄζον πύον φαιόν. Μὲ θωπείας τρυφερᾶς καὶ λόγια κατευναστικά, ὁ ἐλεεινὸς καμπούρης προσέφερε εἰς ἡμᾶς δίπλες καὶ φοινίκια εἰς σωροὺς ἐπὶ σωρῶν ἐνῶ ὁ Καταχανὰς ἐφίλεψεν ἡμᾶς ἐπιπλέον μιὰ καρδάρα ὑδρόμελιν ἵνα ξεδιψάσωμεν.
Εἶδον τὰ ἐρίφια ἡμῶν συναγμένα πέριξ τοῦ μαρμάρινου φρέατος, ἀεὶ βελάζοντα ἀνησύχως καὶ πηγαινοερχόμενα νευρικῶς ἐντὸς τοῦ ἰδιοτύπου ἐκείνου μανδρίου ᾧτινι εὑρίσκοντο κεκλεισμένα. Ἡ Λενούλα, παρὰ τὴν τρομάραν ἥντινα τὴν διακατεῖχε, βλέπουσα τὸ ποίμνιόν της σῶο καὶ ἀβλαβὲς κάπως ἐθάρρη. Ἐντούτοις, οὐδαμοῦ δὲν ἠμπόρεσα ἀνεύρειν σημεῖον τι του Πάνου.
Ἡ περίστασις αὕτη οὐδόλως ἐμπόδισεν μὲ ἀπὸ τοῦ ριχθεὶν ἀρειμανίως ἐπὶ τῶν γλυκισμάτων καθάπερ ὁ Παντελής, ὁ Σταυράκης καὶ ἔτι ἡ Λενούλα. Ἡ μαστίζουσα ἡμᾶς πεῖνα ἀποσιωποῦσε συνοπτικῶς κάθε ἐρώτημα καὶ ὑποψίαν λογικὴν ἐν ὅσῳ τὸ ἥδυσμα τῆς βρώσεως μούδιαζε ὑπερόχως τὸν ἡμέτερον οὐρανίσκον καὶ μετ’ αὐτοῦ ὁμοίως τὴν σύνεσίν μας.
«Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ», ἐψαλλε ὁ Κοψοχείλης μεγαλοφώνως, σκαρφαλωμένος εἰς ἐξώστην ὑψηλὸν περὶ τοὺς τριάντα πόδας.
Οἱ ὑπερμεγέθεις ὀδόντες τοῦ προήξεχον ἔξωθεν τῶν χειλέων αὐτοῦ, προσδίδοντας εἰς τὴν μελαμψὴ τοῦ ὄψιν τί τὸ σιχαμερῶς ἀφύσικον μα καὶ συνάμα κωμικόν. Ἐνδεδυμένος περιβολὴ Ρωμιοῦ ἱερέως, μὲ καμηλαύκι τριχωτὸν καὶ πετραχήλι μπαλωμένον, παρωδοῦσε βλασφήμως τὴν ἱερὰν λειτουργίαν τῶν Χριστουγέννων εἰσάγων εἰς αὐτὴν στίχους δημωδῶν καλάντων, διαστρεβλωμένους μετὰ παιδαριώδους ἀπαισιότητος:
«Χριστούγεννα, βρομούγεννα, πρώτη πορδὴ τοῦ χρόνου… Κόλιντα τσέλιγκα, γειὰ χαρὰ καὶ τοῦ πασᾶ, τζί-τζὶ κάκα, δὼστ’ μου τα κουλάκα μὴ σ’ πάρω τα τσουβλάκα».
Γέλωτες τρανταχτοὶ ἐκ τῆς ὁμηγύρεως τῶν Λυκοκαντζαραίων κατέκλυσον τὴν ὑπόγειον σάλαν. Τὰ νταβούλια ἐβάρεσον ἐμφατικῶς καὶ οἱ ρυθμοὶ τῶν ταμπουράδων ἠύξησαν τὴν ταχύτητα τῶν ἀρπισμάτων αὐτῶν εἰς βαθμὸν φρενήρην καὶ χαώδην. Μοναχὰ εἰς τὸ βάθος τοῦ σπηλαίου διητηροῦτο σχετικὴ τινὰ γαλήνη ὄθι ἐντὸς τοῦ πηκτοῦ ζόφου ἐλλόχευε ὁ Βατρακοῦκος, εἲς θεόρατος βάτραχος, φυλάττων σήραγγας ὁδηγούσας εἰς ἔτι χαμηλότερα σκοτοειδὴ δώματα.
Ὅλως περιέργως, καθ’ ὅσην ὥρα τρώγαμεν, ἡ ὂρεξις ἡμῶν μᾶλλον ἐθερίευε ὁλοένα παρὰ ἀτονοῦσε μεθ’ ἑκάστης προσλαμβανομένης βουκίας. Τοσαύτη δε λίμα ἀνεξηγήτως μάστιζε ἡμᾶς ὥστε οὐδόλως ἐδίδαμεν σημασίαν εἰς τὰ περιβάλλοντα ἡμᾶς παγανά.
Ὁ Κουλοχέρης, πλάσμα θλιβερῶς σαραβαλιασμένον, μὲ τὴν μίαν αὐτοῦ χεὶρα μακρυτέρα τῆς ἑτέρας καὶ τὸν ἓν πόδαν ἀτροφικόν, ἐχόρευε τραγελαφικῶς ἐπὶ τῆς τραπέζης εἰς τὸν πυρετώδη ρυθμὸν τῆς λύρας καὶ τοῦ ταμπουρᾶ σκοντάφτων καὶ σκουντουφλὼν καθ’ ἑκάστην τοῦ ἀπόπειραν, εἴτα πίπτων ἐπὶ τῶν δίσκων καὶ τῶν κυπέλλων τῶν συνδαιτημόνων.
Ὁ Παντελὴς καὶ ὁ Σταυράκης ἐδιασκέδαζον σφόδρα ὁρῶντες τὰ καμώματα αὐτοῦ καὶ ἐγέλουν ἀσυγκρατήτως διὰ μέσου τῶν γεμώντων τῶν στομάτων. Πλησίον ἡμῶν, ὁ ἀενάως ρευόμενος καὶ ὄζων Καταχανὰς ἐπέμενε φιλεύειν ἡμᾶς ἐναλλάξ, φροντίζων ἵνα οὐδὲν κενωθῆ δισκίο ἢ στόμα ἀπομείνει ἀδρανές.
«Θέλετε καὶ κατσικάκι γάλακτος;» προσεφέρθη μετὰ ἐπιμονῆς ἀνοικείου. «Ε; Ἐλᾶτε. Ξεπεταρούδι εἶν’. Κατσικάκι δίχως κέρατα, καλέ. Μὲ τέτοια ὄρεξη πὸ ’χετε, μιὰ χαψιὰ θα τὸ κάνετε».
Κατανεύσαμεν ἐνθέρμως διότι, ἕως τὴν ὥραν ἐκείνην, κάθε βουκία κένωνε παρὰ πληροῦσε τὴν ἡμετέραν γαστέραν, μετατρέποντας τὴν λίμαν ἡμῶν εἰς ἀδηφάγον μανίαν.
Αὔθις, ὁ Παρωρίτης ἐνεφανίσθη ἔμπροσθεν ἡμῶν μετὰ τερετισμοῦ μεταλλικοῦ ντραμπούκας ἐν εἲδει ἀναγγελίας ἐπισήμου. Λυκοκάντζαρος κοντόχονδρος, τρίπηχης, μὲ μύτη ὡς προβοσκίδαν ἐλέφαντος, ἔφερε εὐμεγέθη πιατέλα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ περιέχουσα ὀπτὸν τί σφάγιον ἠνοιγμένο εἰς τὴν μέσην, εὐωδιάζον πάνυ προκλητικὰ εἰς τοὺς ρώθωνες ἡμῶν.
Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερρουρέμ. Ὁρμήσαντες κατεπάνω εἰς τὰ κρέατα ὡς λύκοι ἤρξαμεν κατασπαράζειν μετὰ βουλιμίας τα ψαχνά, χωρίζοντες τὰ κόκαλα ἐκ τῶν σαρκῶν. Ἦτο τὸ πλέον πανθεσπέσιο γεῦμα τοῦ ἐμοῦ βίου καὶ ἑκάστη βουκία ἀνεκίνει ἐντός μου ἥδυσμα πληρότητος πρωτόγνωρον καὶ ἐκστατικόν.
«Τὸ κεφαλάκι εἶν’ τὸ καλύτερο, νὰ ξέ’τε», ἐδήλωσεν ὁ Παντελὴς ὁ Παχὺς μετὰ στόμφου εἰδήμονος, ἀναζητῶν ἐπὶ τῆς πιατέλας τὸ ἐκλεκτὸν οὖτον ἔδεσμα.
Ὡς ἂν τὸ ἀνεύρη, κραυγὴ ἀποτροπαίου φρίκης ξεπήδησε ἐκ τῶν λιπαρῶν του χειλέων. Τὸ κεφαλάκι οὐκ ἀνῆκε εἰς ἐρίφιον τί μὰ ἦτο ἡ κᾶρα τοῦ δυστυχοῦς συντρόφου ἡμῶν, τοῦ Πάνου. Ἠδυνήθημεν ἀναγνωρίσαι αὐτὸν ὑπὸ τοὺς ἀνθρωπίνους ὀφθαλμούς, τοὺς παγωμένους εἰς βλέμμαν ἱκεσίας ἀπελπές.
Μιὰν ἀηδίαν πρωτόγονη κατέλαβεν ἡμᾶς ὡς συνειδητοποιήσαμεν ὅτι εἴχομεν παρέβει ἐν ἐκ τῶν θεμελιοτέρων ἀγράφων νόμων ἀπὸ αὐγῆς χρόνου: ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπον δὲν τρώγει. Εὐθὺς ὡς κατανοήσαμεν καλῶς τὴν εἰδεχθὴν καὶ ἀνόσιον πρᾶξιν ἡμῶν βουβαθήκαμε ἐν ἀποτροπιασμῷ. Καὶ ἔτι τερατῶδες τοῦ θεαμάτος τῆς φρικαλεότητος ταύτης ἦτο ὅτι ἡ ὄρεξὶς ἡμῶν οὐδόλως ἐμειώθη. Τοὐναντίον, τί στοιχεῖον ἄγριον καὶ πρωτόγονον ἐντὸς ἡμῶν ἀποζητοῦσε πλείονα ἡδονὴ κορεσμοῦ ὡς αὕτη ἢντινα ἂρτι εἲχομεν ἐπιγευθεί.
Μοναχὰ ἡ Λενούλα ἤρχισε στριγγλίζειν γοερῶς καὶ ζήτει πῶς ἐπιστρέψειν οἴκαδε. Αὔθις, ἐνδρεπόμενοι διὰ τὴν ἡμετέρα κτηνωδίαν, ἐγέρθημεν ἐκ τῆς ἀνθρωποφάγου τραπέζης καὶ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἡ μουσικὴ διεκόπη ἀκαριαίως. Ἅπαντες οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν παγανὼν ἐστράφησαν ἐπ’ ἡμῶν.
Ὁ Μαυρόγιαννος, τέως στεκόμενος πλησίον τοῦ μαρμαρίνου φρέατος, νῦν ἐσηκώθη εἰς τοὺς ὀπισθίους πόδας αὐτοῦ καὶ μεταμόρφωσις ἀλλόκοτος ἔλαβε χώρα ἐπὶ τῆς ἐριφιώδους μορφῆς αὐτοῦ. Τὸ φυσικὸν μέγεθος αὐτοῦ ἐσυρρικνώθη εἰς πῆχες τρεῖς ἑνόσω ἡ μουσούδα αὐτοῦ ἐπεμηκύνθη ὡς βιαζόμενη ὑπὸ ἐσωτερικῆς τινὸς μορφολογικῆς ζυμώσεως. Τὰ δὲ ἐμπρόσθια ἄκρα του μετεβλήθησαν εἰς χεῖρας ἀνθρωπίνας ἔχουσες δάκτυλα τρία καθ’ ἑκάστην. Ἠγνώρισαν αὐτὸν ἔτι ὡς τὸν Πλανήταρον, τὸν Λυκοκαντζαραῖον ὅστις ἠδύνατο λαμβάνειν μορφὰς διαφόρους ἵνα ἐξαπατῇ.
«Ὀμπρός, φυγέτε», εἶπεν μειδιῶν σαρδονίως. «Μὰ ἐμένα μὴν μὲ λογαριάζετε γιὰ ὁδηγὸ ἂν δὲν ἀποφάτε. Πᾶρτε καὶ τὸ κοπάδι, ἂν ἀγαπᾶτε, κι ὥρα σας καλή».
«Σύ μας ἔφερες ’δῶ κάτου, σὺ θὰ μᾶς γυρίσεις πάνου», ἀγρίεψε ὁ Σταυράκης. «Μεὶς δὲν ἔχουμε φανάρι νὰ πᾶμε στὰ σκοτάδια, νὰ πέσουμε, νὰ τσακιστοῦμε».
«Δὲν θα πέσετε, γιὲ τ’ Ἀδάμ, μήτε θὰ τσακιστεῖτε», πλησίασεν τὸ παιδίον καὶ αἱ ὁπλαί αὐτοῦ κροτάλιζον ἐπὶ τῶν ἀλαβαστρίνων πλακῶν ὡς μάχαιραι ἅπτουσαι ἐπὶ τοῦ τροχαδίου. «Μὸν’ θα χαθεῖτε αἰώνια καὶ στ’ ἀνήλιαγα λαγούμια θα γυρνᾶτε μὲ μιὰ λίμα ἄγρια νὰ σᾶς βασανίζει, ὥσπου νὰ στραφεῖτε στὰ κρέατα τὰ ἰδικά σας».
Ἐπακούσαντες τοὺς λόγους αὐτοὺς ἀναριγήσαμεν σύγκορμοι διότι ἠξεύραμεν ὅτι τὸ παγανὸν ἀληθῶς προεφήτευε περὶ τῆς ἡμετέρας μοίρας. Γνωρίζοντες νῦν τὰς ἀποτροπαίας συνέπειας τῆς ἀδηφάγου πείνας ἢτις εἶχεν μολέψει ἡμᾶς, ἡ προοπτικὴ ἀντιμετωπίσεως  αὐτῆς εἰς τὸν ὕστατον βαθμὸν φάνταζε ἐτι δυσβάσταχτος καὶ φρικαλεοδεστέρα. Ἡ Λενούλα, σφουγγίσασα ταῖς παρειὲς αὐτῆς, προσέλαβε τόνον παρακλητικὸν καὶ εἶπεν:
«Πήγαινέ μας πάλι πάνου, καλὲ Μαυρόγιαννε, κι ὅ,τι χατίρι θές. Μον’ ἄσε μας νὰ πᾶμε τὸν Πάνο στὴ δόλια τὴ μανούλα του, νὰ τὸν κηδέψει καταπῶς πρέπει».
Ὁ Κοψοχείλης ἐκακάρισεν χλευαστικῶς ἐπιδεικνύων τὸ πετραχήλιον αὐτοῦ εἰς τὴν ὁμήγυριν:
«Ἔγνοια σοῦ κι ’γὼ θα τὸν κηδέψω σαν παπᾶς σωστός».
Ὁ Πλανήταρος, ὑψώσας την μιὰν τριδάκτυλόν του χείρα, ὁρμήνεψε αὐτὸν σιωπήσει.
«Εἶναι, ναί, ἕνα χατίρι ποὺ λιμπιζόμαστε ἀπό ’σας. Μα δὲν εἶν’ τοῦ λόγου μου νὰ σᾶς τὸ πῶ. Ἀκοῦτε τὸ ἀπ’ τὸν κύρη μας, τὸν μεγάλο ἀρχηγό».
Εἴτα, ἅπαντες οἱ Λυκοκαντζαραῖοι ἐστρώθησαν πρηνηδόν, ὡς Τοῦρκοι ἐντὸς τζαμίου, προσφέροντες ἐδαφιαίας μετανοίας πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ φρέατος. Νταβούλια ἀναδυόμενα ἀπὸ τὰ βάθη αὐτοῦ ἤχουν πλησιάζοντα ὡς βήματα θηριώδη καὶ βαριά. Ζεῦγος τριχωτὼν χειρῶν ἐγαντζώθη ἐκ τοῦ μαρμάρινου στομίου τοῦ φρέατος καὶ εἴτα ἐξεπήδησε ἐξ αὐτοῦ μορφὴ θεόρατος καὶ ἀποκρουστική, περὶ τοὺς ἑπτὰ πόδας εἰς ὕψος, μείξη αἰγός, ἀνθρώπου καὶ ἀσβοῦ.
«Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ, χαῖρε, Μέγα Παγανὲ», χαιρέτιζον ἄὐτὸν ἅπαντες ἐν φωναῖς στριγκαὶς καὶ διὰ πρώτην φορᾶν συντονίζοντες πλήρως τὸ ἆσμα αὒτων.
Ἦτο ὁ Τραγοπόδαρος, ἔχων τὸν ἕνα τοῦ πόδα ὡς ἐριφίου καὶ τὸν ἕτερον ἀνθρώπινον καὶ μελάγχρουν. Ἐστέκετο γυμνίτης ὡς ὀρεσίβιος ποιμήν, μὲ ρύγχος ἔναντι ρινὸς καὶ διπλὰς σειράς ἰχθυοειδῶν ὀδόντων. Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἔκαιον ὡς κάρβουνα εἰς πυροστιάν.
Παρακινούμενοι ὑπὸ δέους παραλόγου εὐθὺς κι ἡμεῖς προσπέσαμεν εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ μετὰ τῶν ἑτέρων, ἀποδίδοντάς τιμᾶς ἀνοσίας. Τὰ ἐρίφια ἡμῶν συναθροίζοντο αὐτοβούλως πλησίον τοῦ γιγαντοσώμου παγανοῦ ἐπιδεικνύοντα αὐτῷ στοργὴν ὑιικήν. Οἱ πύρινοι ὀφθαλμοὶ τοῦ Τραγοπόδαρου ἐπαρατήρουν ἡμᾶς ἐρευνητικῶς καὶ οἱ ρώθωνές του ἠνοιγόκλεινον σπασμωδικῶς καθάπερ κυνὸς κυνηγετικοῦ.
«Ποιός ἀπὸ σᾶς ἐκάθισε στὸ γιορτάσι μου δίχως νὰ μοῦ πεῖ τὰ κάλαντα;» βρόντηξεν φωνὴν βαθεῖαν τὸ τῆς φύσεως ἔκτρωμα. «Αὐτὸς κάνει νὰ φαγωθεῖ. Μεδούλι ἀπ’ τα κόκαλά του να μὴν μείνει».
Οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν ἐστράφησαν ἐνστικτωδῶς πρὸς τὴν Λενούλαν ἥτις οὐκ εἶχεν ἄδει μεθ’ ἡμῶν πρὸ τῆς καταβάσεως εἰς τὴν ὑπογείαν σάλαν. Τοιουτοτρόπως προδοθεῖσα ἀκουσίως ὑπὸ τῆς ἡμετέρας ἀντιδράσεως, ἡ ἄμοιρη παιδίσκη ἤρχισε θρηνεῖ οἰκτρῶς παραδεδομένη εἰς πελάη πανικοῦ.
Ἀπνευστί, οἱ Λυκοκαντζαραῖοι ὡς λεφούσι ἀκρίδων κατέπεσαν ἐπ’ αὐτῆς διαρρηγνύοντες τὰ ἱμάτιά της καὶ τραβῶντες τὴν κόμην καὶ τὰς σάρκας αὐτῆς ὦσπερ τις, μὴν ἐχων μάχαιραν, τραβᾶ ἄρτον ἵνα τὸν διαρρῇξει.
Εὐθὺς ἐφόρμησα πρὸς σωτηρίαν αὐτῆς οὐδαμῶς ὑπολογίζον την τοῦ ἐγχειρήματος ματαιότητα. Καταληφθεὶς ὑπὸ πολεμόχαρον μανίαν πρωτοφανήν, ἐγρονθοκόπον καὶ ἐλάκτιζον ἀδιακρίτως μετὰ λυσσώδους ζήλου. Αὕτη ἡ ἐμὴ βιαιοπραγία ἐπέφερε ἱκανοποίησιν νοσηρὰ εἰς τὸν λογισμὸν μοῦ ὡς ὑποκατάστατον τι της ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης κορεσμοῦ ἥτις αὔθις ἐμάστιζέ με.
Ἀποδιώξας πλήρως τοὺς Λυκοκαντζαραίους ἀπὸ τῆς παραληρούσης παιδίσκης, οὐδόλως ἐδυνήθην ἢ βουλήθην παῦσαι τὴν καταιγίδα τῶν ἐμῶν λακτισμάτων. Τουναντίον, ἀλογίστως καὶ ἀκρίτως ἔστρεψον αὐτὴ ἐπί τῆς Λενούλας, βυθίζοντας δέ τους ὀδόντας μου εἰς τὴν ἁπαλὴν σάρκα του βραχίονος αὐτῆς.
Γευθεὶς τὸ ζέον αὐτῆς αἷμα, ἠσθάνθην φρενοβλαβὴν ἔκστασιν παρασύρειν μὲ εἷς ἔτι περαιτέρω ὠμότητας. Δάκρυα ἔρεον ἐπὶ τῶν ἐμῶν παρειῶν ὡς ἐβουλόμην παῦσαι μὰ οὐ δυνάμην ἐναργῶς πρᾶξαι αὐτό. Πέριξ ἐμοῦ τα παγανὰ ἦρξαν ἄσμαν θριαμβολογικόν, παροτρύνοντάς με ἐνθέρμως ἐπὶ τὸ ἀπεχθὲς μου ἔργον.
Συνάζοντες το ἐλευθέρως ρέον αἴμαν τῆς παιδίσκης εἰς κούπας ἀργύρου, προσέφερόν μοι προπόσεις μετ’ ἀσμάτων πανδαιμονίων:
«Σένα σοῦ πρέπει, ἀφέντη μου, καρέκλα καρυδένια, γιὰ ν’ ἀκουμπᾶ ἡ μέση σου ἡ μαργαριταρένια. Βάλε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σοῦ ποῦμε».
Ἐνδρέπομαι ὁμολογήσειν τί ἔπραξα ἐπὶ τοῦ ἀτύχου καὶ τοσούτως εὐθραύστου κορμίου τῆς Λενούλας. Ἡ ἀλλόκοτος καὶ δαιμόνιος πεῖνα ἢτις κυρίευε τὸν ἐμὸν νοῦν ἦτο ἡ μόνη ὁδηγός μου. Ὁ Σταυράκης καὶ ὁ Παντελής, θερμῶς δακρυρροῶντες παρηκάλουν μὲ σταματήσειν μὰ ἐγὼ οὐδαμῶς ἐγροῖκον τὰς ἱκεσίας των.
Ἒν θὰ εἴπω ἐπ’ αὐτοῦ, κι ἂς κρίνει μὲ ὁ Θεὸς ὁ παντόναξ. Τοιαύτη ἡδείᾳ αἴσθησις κορεσμοῦ ἐκυοφοροῦτο ἐντός μου, πανυπέρτατος καὶ λυτρωτικήν, ἢντινα οὐκ εἶχον ἄλλοτε βιώσει. Τὴν φρικτὴν ἐκείνην στιγμὴν ἡ θαλπωρὴ τῆς Χριστουγεννιάτικης τραπέζης ἐτελειοῦτο ἐντὸς τῆς καρδίας μου.
«Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, βάλ’ την να μᾶς κεράσει, να τῆς ’φχηθοῦμε ὅλοι μας ν’ ἀσπρίσει, να γεράσει. Βάλε μας κρασὶ να πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου να σοῦ ποῦμε».
Ἦρξα εὐθὺς διαμοιράζειν μετ’ ἐνθουσιασμοῦ κομμάτια τῆς Λενούλας εἰς τὴν ὁμήγυριν τῶν ἀδόντων παγανὼν μα καὶ τῶν ἡμετέρων συντρόφων, ἀποσπῶν λυσσωδῶς ἐντόσθια ἀπὸ τὴν γαστέρα τῆς σφαδάζουσας καὶ ἔτι ζώσας παιδίσκης.
Ὁ Σταυράκης, μὴ πλέον ἀντέχων τὸ ἀνθρωποφαγικὸν θέαμα, ἐτράπη εἰς ἄτακτον φυγήν, μὲ τὰ λογικά του διὰ παντὸς σαλευμένα. Ἐχάθη αὔθις εἰς τὸν ζόφον τῶν στοῶν καὶ οὐδεὶς ἑώρακε αὐτὸν πάλιν.
Ἠθέλω πιστεύειν πὼς εὕρει θάνατον φυσικὸν ἐντὸς ἤτινος καταβόθρας καὶ τὸ λείψανόν του κεῖται ἐπὶ τῶν φλεβῶν μαλάματος αἳτινες διατρέχουσι τὰ σπλάχνα τοῦ Παγγαίου καὶ οὐχὶ ἔτι ἐπιβιεί, πεινῶν καὶ παράφρων ἐντὸς τοῦ σκοτώδους λαβυρίνθου.
Ὁ Παντελὴς ὁ Παχύς, παιδευόμενος ὑπὸ τοῦ προβοσκιδοφόρου Παρωρίτη καὶ τοῦ ὄζοντος Καταχανὰ τελικῶς συναίνεσεν μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν ἀποτρόπαιον ὠμοφαγίαν τῆς Λενούλας.
Ὅτε ἐκορέσθη καταπῶς ἡ λίμα μας, ἡ γιορτὴ τῶν Λυκοκαντζαραίων ἀναζωπυρώθη ἐκ νέου μετὰ μουσικῆς καὶ ἀσμάτων ἑορταστικῶν ἀντηχώντα ἐν χορωδιακῇ κακοφωνίαν. Στραφεῖς ἐγὼ πρὸς τὸν Τραγοπόδαρον, ὅστις εἶχε λάβει θέσιν τιμητικὴν ἐπὶ θρόνου δρύινου, ἠρώτησον αὐτὸν μετὰ ὅλου τοῦ θάρρους τῆς νεοευρεθείσας νηφαλιότητός μου:
«Θα μᾶς δώκεις τώρα τὸν Μαυρόγιαννο, να μᾶς πάει πάνου;»
«Πρῶτα να σώσει ἡ γιορτή», ἀπεκρίθη οὗτος σπάζων κόκαλον τί καὶ ἠχηρῶς ρουφὼν τὸν μυελό. «Τὸ Δωδεκάμερο μόλις πο ’χει ἀρχινήσει. Σὰν ἔρθει ἡ Λαμπρή, στὸ λόγο μου, θα σᾶς γυρίσω στοῦ Ἀδὰμ τὸ περ’βόλι».
Ἐν μέρει ὑπὸ φόβου ὑποκινηθέντες καὶ ἐν μέρει ὑπὸ ἀνάγκης θλιβερᾶς ἐξηναγκασμένοι καθίσαμεν αὔθις ἐπὶ τῆς τράπεζας. Ἐνσκήπτων εἰς τὸν οὗν τοῦ Παντελῆ, ἐψιθύρον πρὸς αὐτόν:
«Κάμνε πὼς τρώγεις, μὰ μάσα καὶ μὴν καταπίνεις. Θὰ σοῦ θολώσουνε τὰ λογικά. Ὡς τὴ Λαμπρὴ θὰ κάμουμε καὶ μὲ τὸ λίγο».
Ὁ Παντελὴς ἐσυμφώνησε κατανεύων εἰς τὸ σχέδιόν μου. Ἀρχικῶς, ἀμφότεροι ἐτήρουμεν τὰ προσχήματα. Μασόντες ἐπιμελῶς ἑκάστην βουκίαν τὴν πτύαμεν ὕστερον κρυφίως προσποιούμενοι τοὺς παρασυρθέντες ὑπὸ ἄσματος τινός. Ἐρρουρέμ, ἐρρουρέμ, ἐρρουρερουρέμ, χαῖρε Μέγα Παγανέ.
Οἱ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ τοῦ Τραγοπόδαρου ἀεὶ ἐπαρατήρουν ἡμᾶς ἁρπακτικῶς καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός. Ἀληθῶς εἰπεῖν, ἀπορροῦμαι περιγράψειν ἐπακριβῶς τὰς ἡμέρας ἢ τὰς νύκτας τῆς ἑορτῆς εἰς τὴν ὑπόγειον ταύτη πλατεῖαν αἳτινες ἠκολούθησον. Ἄνευ ἡλίου ἵνα μετρεῖν τὸ πέρας τῶν ὡρῶν, ὁ χρόνος οὐκέτι ὑφίστατο γραμμικῶς.
Ὁ τῶν «Ἐρρουρὲμ» βόμβος καὶ τῶν καλάντων πανδαιμόνιον ἀποκοίμιζεν ἡμᾶς ὅτε ἀπεκάμναμεν μα δὲν ἐπέτρεπεν ὕπνον ἀληθήν. Ἀντ’ αὐτοῦ, διητήρει ἡμᾶς εἰς ἀέναον κατάστασιν ὑπνοβασίας ἐν ἐφιάλτει, με μοναχὰ τὸν κοασμὸν τοῦ Βατρακούκου ὀλίγας ὥρας πρὸ ἑκάστην αὐγὴν ὡς ἡμέτερον ὄργανον μέτρησης τοῦ χρόνου.
Εἰς τὰ ὀλιγὰ ἐμὰ ὄνειρα ἠνεκάλουν ἡδέως τὴν αἱμόφυρτον τῆς Λενούλας μορφήν. Οὐδεμίαν ἀποστροφὴ ἢ μεταμέλεια δὲν μοῦ προεκάλει ἡ ἀνάμνησις αὕτη παρὰ μόνο τινὰ σφοδρὰ νοσταλγίαν διὰ τὴν αἴσθησιν ἐκείνην τῆς ὑπερόχου καὶ ὑπερτελείου πληρότητος ἠντινα ἐβίωσα κατασπαράσσων ταῖς σάρκαις τῆς παιδίσκης. Ἦχος τις πριονίσματος ἐπισταμένου ἀναδύετο παρὰ τῶν βαθέων τοῦ φρέατος, στοιχειώνων μονοτόνως τὰς ἐνυπνίους μου αὐτὰς περιπλανήσεις.
Μετὰ ὀλίγας ἡμέρας νηστείας λαθραίου, ἡ λίμα κατέστη διακαὴς καὶ δυσυπόφερτος ἐν ἐμοί. Ἐντούτοις, ἀπέφευγον κατὰ τὸ δυνατὸν τὰ κρέατα ἅτινα ἐσέρβιρον ἡμᾶς οἱ ἄοκνοι τραπεζοκόμοι.
Μα ὁ Παντελὴς δὲν ἐβάστει. Ὑποκύψας εἰς τὸ γαστριμαργικὸν κάλεσμαν ὡς πρῶτα, ἐγέμη τὴν γαστέρα αὐτοῦ μετὰ παντων τῶν ἐδεσμάτων φουντώνοντας ἔτι περαιτέρω τὸν τῆς ἀνωμάλου πείνας πυρετὸν ἐντός του.
Παρ’ ὅτι κι ἐγὼ ὁ ἴδιος εὑρισκόμην εἰς ἱκανὸν στάδιον ἀποκτηνώσεως, ἀνεγνώριζον εἰς τὸ βλέμμα τοῦ Παντελῆ τὸ προχωρημένο τῆς παραφροσύνης αὐτοῦ.
Ἥντινα στιγμήν, ἄγνωστο εἰπεῖν ἐὰν ἦτο ἡμέρα ἢ νύξ, εὑρέθην λαχταρῶν σφόδρα σάρκαν ζῶσα. Ὄσως κι ἂν ἐνδρεπόμην ἐνδομύχως διὰ τοῦτο, δὲν ἠμπόρουν ἀρνηθεὶν αὐτό.
Εἴτα, ὁ Τραγοπόδαρος ἀναστὰς ἀπὸ τοῦ θρόνου του ἀπηύθυνε λόγον πρὸς τὴν ὁμήγυριν:
«Συνδαιτημόνες καὶ καλοί μου χωριανοί, πλησιάζει ἡ Λαμπρὴ τὴν αὐγὴ ποὺ ξημερώνει. Σὰν κοάξει ὁ Βατρακοῦκος, φεύγετε νὰ φεύγουμε, τί ἔρχεται ὁ Τρελόπαππας με τὴν ἀγιαστούρα του καὶ με τὴ βρεχτούρα του».
Οἱ Λυκοκαντζαραῖοι ἀναλύθηκαν εἰς θρηνητικὰς στριγγλιὰς κι ὁ ἦχος του πριονίσματος ἐντὸς τοῦ φρέατος ἐφάνη ὡς νὰ ἐντάθη εἰς ὑστάτη ἀπέλπιδα προσπάθειαν.
«Μα, σὰν ἔχομεν μουσαφιραίους», ἐξηκολούθει ὁ Τραγοπόδαρος, «ἂς τοὺς φιλέψουμε κάτι τί τὸ τελευταῖο, πρωτοῦ πέσουμε γιὰ ὕπνο στὰ σκοτάδια».
Ὁ Πλανήταρος ἐπέρασεν τὰς ἀνθρωπομόρφους χεῖρας τους ἐπὶ τῶν ὤμων ἡμῶν καὶ μειδιάσας φρικτῶς μας ἐπεξήγει τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ αὐτοῦ ἀφέντη:
«Θα ματαγενὼ Μαυρόγιαννος, κι ὅπως σᾶς ἔταξα, θα σᾶς γυρίσω. Μὰ ὅποιος δὲν φάγει τώρα δὰ σφαχτάρι φρέσκο, κατσικάκι δίχως κέρατα, μιὰ ζωὴ θα μείνει δίχως γιατρεία μὲσ’ τὴν λίμα τὴν κακιὰ ποὺ καίει τὰ σωθικά».
Ἠκούσας αὐτὸν ὁ Παντελὴς ὁ Παχὺς ἐφοβήθη σφόδρα μίαν τέτοιαν τιμωρία ἥτις ἐφάνταζε πλέον βάρβαρος καὶ τῆς Κολάσεως τῶν κηρυγμάτων τοῦ παπα-Μελέτη. Ἤξευρε τί ἔμελλε γένει. Προτοῦ προφθάσω ἀρθρώσειν λόγο πρὸς συγκράτησίν του ἔριψε τὸ δισκίο αὐτοῦ παραμέρως καὶ ἐφόρμησε ἐπ’ ἐμοῦ ὡς ταῦρος μαινόμενος. Ἐκυλήσαμεν χαμαὶ ὡς κουβάρι σωμάτων, ἀλληλολακτιζόμενοι καὶ βιαίως ἀγκομαχῶντες.
Ὁ Κοψοχείλης, λαβῶν ποτήριον δυσώδους οἴνου ράντιζε ἡμᾶς ψέλνων:
«Σήμερα τὰ Φῶτα κι οἱ φωτισμοί, καὶ χαρὲς μεγάλες καὶ ἁγιασμοί».
«Βάστα, βρὲ Παντελῆ. Ὄχι!» παρηκάλεσα αὐτὸν μὰ οὗτος ἦτο ὁλοσχερῶς εἰς ἀλλόφρονα κατάστασιν.
Καταβύθισε τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ εἰς τὴν σάρκα τῆς εὐωνύμου παρειᾶς μου καὶ ἐγὼ ἐκραύγασα ἐκ τοῦ σφοδροῦ πόνου. Ὁ Κοψοχείλης ἐνθουσιάσθη:
«Σφάξαμε τὸν πετεινό, ἔμεινε ἡ κότα, δώστου λοιπὸν καὶ τὸ μπαξίσι του γιὰ ποὺ ’ναι τώρα Φῶτα».
Τὸ τῆς αὐτοσυντηρήσεως τρανὸν ἔνστικτον κατέλαβέ μὲ εὐθὺς καὶ πέρασον ἀνηλεῶς εἰς τὴν ἀντεπίθεσιν, λακτίζων τὸν Παντελὴν ἐπὶ τοῦ ὑπογαστρίου. Ὅτε οὗτος σωριάσθη βογκὼν τ’ ἀνάσκελα, χυμήξας ἐπ’ αὐτον ἐπετέθην ὡς θηρίον κατὰ τοῦ λαιμοῦ αὐτοῦ, μπήγων ὀδόντας φονικοὺς καὶ δὴ σκάπτων λυσσωδῶς ἐπὶ τῆς σάρκας τοῦ ἐμοῦ συντρόφου.
Ὁ λαίμαργος Καταχνάς, μετὰ δέκα ἑτέρων παγανών, κατῆλθαν ἀθρόως ἐπὶ τοῦ σφαδάζοντος παιδίου ἵνα πίουν τὸ ζέον αἷμα εὐθὺς ἀπ’ τὴν ἄρτι ἀνοιχθῆσα πληγὴ αὐτοῦ.
Ἐγὼ σὺν αὐτοὶς ἐπεδόθην εἰς ἐπονειδίστην ἀνθρωποφαγίαν, καταπίνων μετ’ ἐνόχου ἡδονῆς τα κουρελόεντα κρέατα τοῦ ἐμοῦ φίλου ἐν ὅσῳ δάκρυα ἐκύλουν ἐπὶ τῶν παρειῶν μου.
Ἔκστασις ἀρρήτου πληρότητος κατέλαβέν μὲ αὔθις μὰ ἐδιητῆρον κατὰ τι την συνείδησίν μου διαυγή, ἔχων πλήρη γνώσιν τοῦ εἰδεχθοῦς τῆς πράξεώς μου. Ἡ σὰρξ τοῦ Παντελῆ ἦτο γλυκεῖα ἀπὸ τὰς τροφίας ἃτινας εἶχεν καταναλώσει καθ’ ὅλον τὸ Δωδεκάμερον καὶ μόλις ἐλαχίστως κατόρθωσα ἀποτραβηχτείν, μετὰ τῶν ἱματίων μου καταρρακωμένων καὶ ἐμβαπτισμένος εἰς τὴν πορφύραν τοῦ ἀνθρωπίνου αἵματος, κάμνοντας χῶρον εἰς τὸ μπουλούκι τῶν Λυκοκαντζαραίων οἵτινες ἔσπευδον ὁλοκληρώσουν ὅτι ἐγὼ εἶχον ἀρχίσει.
Ὁρῶν τὸν Πλανήταρον πλησίον ἐμοῦ, εἶπον πρὸς αὐτόν:
«Ἔδωκες τὸν λόγο σοῦ. Πήγαινέ μὲ τώρα ἐπάνου».
«Τέτοιο τσιμπούσι κι ἐγὼ μεζεδάκι τί να μὴ χαρῶ;» ἀπήντησεν οὗτος μετὰ αἰσχροῦ πλαταγισμοῦ τῆς γλώττης τοῦ ἐπὶ τῶν χειλέων. «Τὸν Παντελάκη τὸν χαλάσανε μα σὺ εἶσαι φρέσκος, ὁλάκερος γιὰ με».
Ἐφόρμησε ἐπ’ ἐμοῦ χαμηλώσας τὰ κέρατα αὐτοῦ ὡς τραγὶ ἐρίζον ἐπὶ οἴστρου καὶ ἔριψὲ μὲ χαμαί. Ἀντιπαλεύων αὐτὸν διεπίστωσα ὅτι αἱ τριδάκτυλαι χεῖρες αὐτοῦ ἦτο ὑπερανθρώπως ἰσχυραί καὶ ἀπειλοῦσον μὲ στραγγαλίσειν. Δὲν εἶχον οὐδεμίαν ἐλπίδα θριαμβεύειν ἐπ’ αὐτοῦ.
Εἰς τὴν ὕστατον ἐμὴ ἀπόγνωσιν ἐνεθυμήθην τὸ περίαπτον της βάμβως μου. Ἤνοιξα τὸ σταχτοφόρον πουγκίον τὸ κρεμόμενον ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ στήθους καὶ, ἠρπάσας μίαν χούφταν στάχτη, ἔριψα αὐτὴν ἐπὶ τῶν ἀπαισίων ὀφθαλμῶν τοῦ Πλανήταρου.
Οὗτος, οὐρλιάσας μετὰ βδελυγμίας καὶ πόνου, ἀπετραβήχθη ἀπ’ ἐμοῦ θρηνῶν καὶ σφαδάζων ὡς κεκαυμένος. Ἡ μορφὴ τοῦ ἤρξετο τρέμειν βιαίως καὶ ἔπεσεν αὔθις εἰς τὰ τέσσερα, ὡς ζῶον. Μετ’ ὀλίγου μετεμορφώθη αὔθις εἰς τὸν Μαυρόγιαννον, τὸν τράγον.
Οἱ λοιποὶ Λυκοκαντζαραῖοι, ὁρῶντες τὸ πάθημα τοῦ συντρόφου αὐτῶν, σύρισαν φρικωδῶς ἐν ἀναστατώσει καὶ ἐποφθαλμίουν μὲ κακοβούλως.
Ἐγώ, καβαλήσας τὸν Μαυρόγιαννο ὡς ὑποζύγιον ὕψωσα τὸ περίαπτον της βάμβως μου εἰς τὴν χείρα μου καὶ σείων αὐτὸ ἀπειλητικὰ προσείπα ἐπιτακτικῶς:
«Σῦρε πᾶνε μὲ πάνου τώρα, βρὲ κερατᾶ, μὴν σᾶς κάψω ὅλους ’δῶ μέσα μὲ δαῦτο».
Τὰ παγανὰ ἔβριζον καὶ ἄφριζαν μὰ οὐδὲν ἐξ αὐτῶν ἐτόλμη ἐγγίσειν με, φοβούμενα τὴν καθηγιασμένην στάχτην τῆς βλογημένης δρυός.
«Πανάθεμά σέ, Πλανήταρε!» βρόντηξεν ὁ Τραγοπόδαρος ὠρυόμενος. «Τέτοια συμφορὰ πο ’φερες στὸ σπίτι μας, καλὰ νὰ πάθεις νὰ βρεθεῖς τὴν Λαμπρὴ ὄξ’ ἀπ’ ὁδῶ. Πὰρ’ τονα καὶ φυγέτε. Κάλλιο να πεινάσουμε παρὰ να μᾶς κάψει».
Ὁ Μαυρόγιαννος, μὴ ἔχοντας μιλιὰ ν’ ἀποκριθεῖ, ἤνοιξεν καλπασμὸν ταχὺν πρὸς τὸ τῶν σηράγγων σκότος. Ὥραν πολλὴν ἐπάσχιζε ὅπως ἀπορρίψει μὲ ἀπὸ τῆς ράχης αὐτοῦ καὶ σφραγίσαι μου τὴν μοῖραν ἐμοῦ καθάπερ του Σταυράκη.
Ἐν τούτοις, ἐγὼ ἐβάστων γερῶς τὰ κέρατα αὐτοῦ καθ’ ὅλην τὴν φρενήρην τῆς ἀναβάσεως διαδρομὴν μὲ ζῆλον ναυαγοῦ ἀγκιστρωμένου ἐπὶ σανίδαν σωτηρίας.
Εἴτα ἐν τέλει ἀφίχθημεν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς. Τὸ λαμπρὸν τοῦ ἡλίου φῶς ἐτύφλωσέν μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἡ πλάσις σύμπασα μοῦ ἐφάνη ἔνδοξος καὶ καινὴ ὡς παράδεισος ἀληθής, μεστὸς χρωμάτων καὶ μορφῶν ἐκπάγλου καλλονῆς.
Ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν τῆς στάχτης, ὣρισα τὸν Μαυρόγιαννο ὅπως ἄξει μὲ καβάλα εἰς τὴν Μάνα τοῦ Νεροῦ, πλησίον τοῦ σταυροδρομίου ὅπου ἔστει τὸ ἐξωκλήσιον τοῦ Ἀι Γιάννη.
Ἀφίχθημεν ἐκεῖθεν ὅτε ὁ παπα-Μελέτης εὑρισκόταν εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας τῆς Λαμπρῆς. Εἷς τὸ «σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαὸν σοῦ» ἐνέβηκα καβαλάρης ἐπὶ τοῦ μελάγχροος τράγου εἰς τὸ περίβολον τοῦ ναΐσκου καὶ ἐγένετο μέγας χαλασμὸς μεταξὺ τῶν ἐνοριτῶν τῶν ὁρώντων μὲ τοιούτως ἱππεύειν ἐπ’ ἐρίφιον, γυμνίτης, μὲ ὄψιν ἀγρίαν καὶ ἀλλοπαρμένην, ἐμβαπτισμένος εἰς αἵματα καὶ τὰς ἀκαθαρσίας τοῦ ὑπογείου κόσμου.
Σταυροκοπούμενοι ἀδιαλείπτως καὶ προσφέροντες «κύριε ἐλέησον» εἰς τὸν Πανάγαθον, ἅπαντες περιεκύκλωσάν μὲ μετὰ θαυμασμοῦ καὶ δυσπιστίας σφοδρᾶς, καθότι μὲ ἐνόμιζον πρότινος νεκρὸν ἐλέῳ τῆς μακρᾶς μου ἀπουσίας.
Ἐγώ, ἀποφασίσας μὴ ἀποκαλύψειν οὐδὲν ἐξ ὅσων εἶχον συμβεῖ εἰς τὴν τράπεζαν τῆς Λαμπρῆς τοῦ Τραγοποδάρου, ἀλλὰ ἀποδώσειν τὴν θαυματουργὸν ἐπανεύρεσίν μοῦ εἰς θαῦμα τι τοῦ Ἀι Γιάννη, ἐκράτουν τὸν Μαυρόγιαννο στιβαρῶς παρὰ τὰ κέρατα αὐτοῦ καὶ ὑψώσας φωνὴ πρός τον παπα-Μελέτη παρηκάλεσα αὐτόν:
«Ἔλα, παπα-Μελέτη καὶ σοῦ ’χω τάμα γιὰ τὴ Λαμπρὴ· γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἀι Γιάννη. Μόν’, σὲ παρακαλῶ, ἔλα καὶ σφὰχ’ τὸ τραγὶ γοργά, τί εἶν’ ἄγριο καὶ θα μοῦ φύγει».

Article Published: Sunday, 31 December 2023