13February

Ελλάδα, τα νησιά σου!

800px-Lord_Byron_in_Albanian_dress

O Τζόρτζ Γκόρντον Μπάιρον (1788-1824), ή απλώς Λόρδος Βύρων για τους περισσότερους, είναι πιθανότατα ο πιο γνωστός Ευρωπαίος φιλέλληνας που έδρασε, πολέμησε και άφησε την τελευταία του πνοή στα ταλαίπωρα χώματα του τόπου μας κατά την περίοδο του αγώνα της παλιγγενεσίας του Ρωμαίικου. 

Τώρα αν αυτός ο αγώνας στην πορεία παραστράτησε, κουκουλώθηκε από ψαλιδοκώληδες ξενομανείς και μας οδήγησε στην δημιουργία του Νεοελληνικού κράτους, αυτής της αυτόνομης αλλά όχι ελεύθερης αποικίας της Δύσης, είναι μια εντελώς άλλη κουβέντα.

Στο θέμα μας τώρα. Ο Λόρδος Βύρων ήταν κάτι παραπάνω από φιλέλληνας. Ήταν τιμητικά Έλληνας: φύσει περιπετειώδης, καλλιτέχνης, ταξιδευτής, μπατίρης και ανά πάσα στιγμή έτοιμος να την κοπανήσει από την χώρα του για να γλυτώσει από τα χρέη και τους τραπεζίτες που τον κατέτρεχαν. 

Ήταν από εκείνους τους ιδεαλιστές που ο βίος και η πολιτεία τους δεν ήταν διόλου ιδεώδεις. Αλλά ήταν ήρωας, με τον τρόπο του. Και από τους ήρωες δεν κάνει να ζητάμε τα ρέστα, να απαιτούμε να έχουν υπάρξει άμεμπτοι κάθε δευτερόλεπτο που πέρασαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι αχαριστία και είναι χοντράδα.

Παρά τη φήμη του ονόματός του, το ποιητικό έργο του Βύρωνος στην Ελλάδα μου φαίνεται πως παραμένει μάλλον άγνωστο, ειδικά μεταξύ των νέων. Θες είναι ο κλασικισμός που έχει καταντήσει ντεμοντέ, θες που η γενιά των smart phones βλέπει κείμενο πάνω από δύο σειρές και βαριαναστενάζει, θες η διδακτέα ύλη των σχολικών βιβλίων που αποφεύγει οτιδήποτε έστω και αμυδρά πατριωτικό όπως ο διάολος το λιβάνι – πάντως την ποίηση του Βύρωνα την τρώει η μούχλα στις ημέρες μας.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ξεθάψω ένα από αυτά τα έργα του, τα λιγότερο γνωστά, και να το μεταφράσω ώστε να είναι προσβάσιμο στο ευρύ κοινό του σήμερα. Ο πρωτότυπος τίτλος αυτού: “The isles of Greece”. 

Όσοι εξ’ υμών έχουν μάτι τσαχπίνικο, που διαβάζει ανάμεσα και πίσω από τις αράδες, θα καταλάβουν αμέσως πόσο επίκαιρος είναι ο Βύρωνας σ’ αυτό του το ποίημα, μια διακοσαριά και βάλε χρόνια μετά.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσω πως ουδέποτε επιθύμησα τον τίτλο και τις δάφνες του ποιητή για την κεφάλα μου. Η μετάφραση έγινε με σεβασμό περισσότερο στο νόημα των στίχων παρά στη μορφή και την τεχνική δομή του πρωτοτύπου, πάντοτε με σεβασμό στις αρχές της λογοτεχνικής μετάφρασης.

Και μιας, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει άλλη Ελληνική μετάφραση διαθέσιμη πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να αρκεστείτε στην ταπεινή μου αυτή προσπάθεια. 

 

 

1

Ελλάδα, τα νησιά σου – Ελλάδα, τα νησιά σου!

Εκεί που η φλογερή Σαπφώ τραγούδησε κι αγάπησε,

Εκεί που φύτρωσαν οι τέχνες του πολέμου και της ειρήνης,

Εκεί που η Δήλος αναδύθηκε και ο Φοίβος εγεννήθη!

Αιώνιο θέρος τ’ αγκαλιάζει και τώρα ακόμα

Μα όλα τ’ άλλα, εκτός απ’ τον ήλιο τους, έχουν δύσει.

 

2

Της Τίου και της Σκίου οι Μούσες, 

Η άρπα του ήρωα και του ερωτευμένου το λαγούτο,

Βρήκαν την δόξα που οι ακτές σου τους αρνήθηκαν:

Μοναχά ο τόπος της γέννησής τους είναι σιωπηλός

Ενώ ο ήχος τους αντηχεί στην Δύση, ακόμα πιο μακριά

Κι απ’ των παππούδων σου τις ‘Νήσους των Μακάρων’.

 

3

Τα βουνά κοιτούν στον Μαραθώνα κάτω –

Κι ο Μαραθώνας την θάλασσα κοιτά.

Κι όπως εκεί συλλογιόμουν μιαν ώρα μόνος

Ονειρεύτηκα την Ελλάδα ελεύθερη ακόμα –

Γιατί, όπως στεκόμουν στον τάφο του Πέρση επάνω,

Δεν μου ήταν δυνατό να σκεφτώ πως είμαι σκλάβος.

 

4

Ένας ρήγας στάθηκε στου  βράχου την κορφή

Που βιγλίζει προς την θαλασσογεννημένη Σαλαμίνα –

Και πλοία, ανά χιλιάδες, απλώνονταν εκεί

Και στρατιές ανά συστάδες – όλα ήτανε δικά του!

Τα μέτρησε στο χάραμα της μέρας –

Αλλά πού χάθηκαν το δείλι; 

 

5

Και πού να χάθηκαν, αλήθεια; Και πού χάθηκες εσύ,

Πατρίδα μου; Στην βουβή σου την ακτή

Το ηρωικό τραγούδι έχει πια χάσει τον ρυθμό του –

Στα ηρωικά σου στήθια δεν χτυπάει καρδιά!

Και γιατί πρέπει η λύρα σου, τόσους αιώνες θεϊκή,

Τώρα να ξεπέσει σε χέρια σαν και τα δικά μου;

 

6

Ίσως είναι κάτι, από τις περασμένες δόξες,

Αν και πλέον κομμάτι μιας σκλαβωμένης ράτσας,

Που με κάνει το λιγότερο να νιώθω μίαν ντροπή σαν πατριώτης,

Ακόμα κι όταν σε υμνώ, να φλογίζει το πρόσωπό μου.

Τί απέμεινε στον ποιητή εδώ;

Για τους Έλληνες αιδώς – για την Ελλάδα ένα δάκρυ.

 

7

Μήπως μονάχα να θρηνούμε με την θύμηση αρχαίων, βλογημένων ημερών;

Μήπως να ερυθριούμε μοναχά; Αφού οι πατεράδες μας μάτωσαν.

Γή! Άνοιξε τα σπλάχνα σου και βγάλε πάλι έξω

Ό,τι απέμεινε απ’ τους νεκρούς μας τους Σπαρτιάτες!

Απ’ τους τριακόσιους δώσε μας μονάχα τρείς

Και θα κρατήσουμε ξανά νέες Θερμοπύλες! 

 

8

Τί; Σιωπείς ακόμα; Και γιατί σιγή παντού;

Ω, όχι! Οι φωνές των νεκρών

Ακούγονται σαν πάταγος καταρράκτη μακρινού, 

Κι απαντούν ‘ας ξεσηκωθεί έστω ένας ζωντανός,

Ένας μόνο αρχηγός – κι ερχόμαστε, ερχόμαστε!’

Είν’ μονάχα οι ζωντανοί που παραμένουνε βουβοί.

 

9

Άδικα – εις μάτην: Καλύτερα πιάσε άλλο τραγούδι.

Γέμισε ξέχειλα την κούπα σου Σαμιώτικο κρασί!

Άσε τις μάχες στην Τούρκικη ορδή,

Και συ σπένδε το αίμα της Σκιανής αμπέλου!

Μα να! Στο κάλεσμα της ηδονής

Πόσο πρόθυμα ακολουθεί ο κάθε Βακχευτής! 

 

10

Έχεις ακόμα τον Πυρρίχιο χορό

Αλλά τί ν’ απόγινε η φάλαγγα του Πύρρου;  

Απ’ τα μαθήματα αυτά γιατί έχεις ξέχασες πιά

Το πιο αντρίκιο, το πιο μεγαλόκαρδο από τα δυό; 

Έχεις τα γράμματα που έδωκε ο Κάδμος -

Θαρρείς πως εννόησε για μια φάρα σκλάβων;

 

11

Γέμισε ξέχειλα την κούπα σου Σαμιώτικο κρασί!  

Δεν θα σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα άλλο!

Αυτό, άλλωστε, ήτανε που έκανε τον Ανακρέοντα θεό:

Κι ας υπηρετούσε – όπως υπηρετούσε τον Πολυκράτη- 

Έναν τύραννο. Τουλάχιστον οι τότε αφεντάδες μας

Ήταν οι συμπατριώτες μας οι ίδιοι.

 

12

Ο τύραννος της Χερσονήσου 

Ήταν της ελευθερίας φίλος, ο καλύτερος και ο πιο πιστός -

Κι ο τύραννος αυτός ήταν ο Μιλτιάδης.

Μακάρι η ώρα η τωρινή να είχε να μας δάνειζε

Έναν τέτοιον αρχηγό!

Γιατί, τουλάχιστον, οι αλυσίδες οι δικές του έδεναν με σιγουριά. 

 

13

Γέμισε ξέχειλα την κούπα σου Σαμιώτικο κρασί!  

Στα βράχια του Σουλιού και στης Πάργας τις ακτές

Ζει ακόμα ό,τι απέμεινε  απ’ την γενιά αυτή

Που γέννησαν οι μανάδες της Δωρίδας -

Κι ίσως εκεί κάποιος σπόρος βαθιά σπαρμένος επιζεί

Που μπορεί να καυχηθεί πως μέσα του κυλά το αίμα των Ηρακλειδών.

 

14

Τους Φράγκους μην τους εμπιστεύεσαι για λευτεριά –

Έχουν έναν βασιλιά που σε πουλά και σ’ αγοράζει.

Στα δικά σου τα σπαθιά, στα δικά σου τα φουσάτα,

Εκεί βρίσκεται η μόνο ελπίδα αντρειάς. 

Μα του Τούρκου η οργή και του Λατίνου η απάτη,

Απειλούν να σπάσουν την ασπίδα σου, κι ας είναι και πλατιά.

 

15

Γέμισε ξέχειλα την κούπα σου Σαμιώτικο κρασί!  

Τα κορίτσια μας χορεύουν στην σκιά –

Πόσο υπέροχα τα μαύρα μάτια τους τα βλέπω να φωτίζουν.

Μα ενώ κοιτώ κάθε μιά απ’ αυτές τις ομορφιές 

Ένα δάκρυ απ’ το μάτι μου ξεφεύγει

Σαν σκέφτομαι πως τέτοια στήθη θα βυζάξουν σκλάβους. 

 

16

Βάλτε με ψηλά, στου Σουνίου την μαρμάρινη σκεπή

Εκεί όπου τίποτα άλλο πια παρά μόνο τα κύματα κι εγώ

Θα ενώσουμε το παράπονό μας το ψιθυριστό.

Κι αφήστε με εκεί, σαν κύκνο, να τραγουδήσω και ν’ αποθάνω:

Ανάθεμα αν ποτέ μια γη γιομάτη σκλάβους γίνει η γη η δική μου –

Τσάκισε χάμω την κούπα σου, το Σαμιώτικο κρασί!  

 

Article Published: Saturday, 13 February 2016