10September

Φιλιννιον και Μαχατης : ερωτας περα απο τον ταφο στην αρχαια Αμφιπολη

PhlegonofTralles-10

Η ιστορία που θα διαβάσετε μας έρχεται από τα βάθη των αιώνων και είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ή, τουλάχιστον, αυτό πίστευαν ακράδαντα οι άνθρωποι που μας την παρέδωσαν σε μορφή επιστολής από τον Ίππαρχο στον Αρριδαίο, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο σοφός Πρόκλος μάλιστα, στα σχόλιά του επάνω στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, υποστηρίζει πως η όλη διήγηση βασίζεται σε μια σειρά γραμμάτων, εκ των οποίων κάποια έγραψε μεν ο Ίππαρχος και άλλα δε ο Αρριδαίος. 

Αποφάσισα να αποπειραθώ μία ελεύθερη (και παρ’ ελπίδα ελαφρώς λογοτεχνική) μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου, έτσι, για να ενώσω κι εγώ την φωνή μου, έστω και καθυστερημένα, με όλη αυτή τη χάβρα απόψεων και εικασιών και παραεπιστημονικής κομπορρημοσύνης που στο πρόσφατο παρελθόν κακομεταχειρίστηκε τόσο άκομψα έναν συγκεκριμένο τύμβο στην Αμφίπολη – και κατ’ επέκταση τους ενοίκους του.

Σε αντίθεση βέβαια με τις άλλες φωνές που κατά καιρούς υψώθηκαν και ενίοτε κούνησαν και το δάχτυλο επικριτικά, δασκαλίστικα, η δική μου δεν έχει σκοπό ούτε να αποδείξει, ούτε να αποδομήσει τίποτα. Μοναδική μου πρόθεση να δώσω μοντέρνα λαλιά στην αρχαία φωνή του πρώτου αφηγητή, του Φλέγοντος του Τραλλιανού, απελεύθερου δούλου του αυτοκράτορα Αδριανού και ομότεχνού μου. 

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Μαχάτη και της Φιλιννίονος, δύο νέων που ερωτεύτηκαν στις όχθες του Στρυμώνα, τα παλιά τα χρόνια, όταν ο Φίλιππος ο Β’ ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας. Αυτοί οι δυό ήταν, αν θέλετε, ο «Ρωμαίος και η Ιουλιέττα» της Αμφιπόλεως. 

Και δυστυχώς, όπως θα δείτε, το χώμα που σκεπάζει τους άτυχους εραστές δεν είναι ποτέ ελαφρύ.

****

Η Φιλίννιον ήταν κόρη του Δημόστρατου και της Χαριτώς. Όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, οι γονείς της την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία (και χωρίς φυσικά να την ρωτήσουν αν ήθελε ή όχι) με τον Κρατερό, τον μετέπειτα περίφημο στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τι κι αν η κόρη τους ήταν δυστυχισμένη και έκλαιγε κρυφά τα βράδια; Τις παλιές καλές μέρες των συνοικεσίων αυτά ήταν αναμενόμενα, αν όχι επιβαλλόμενα. 

Η Φιλίννιον, βλέπετε, ήταν παράφορα ερωτευμένη με τον Μαχάτη, έναν φίλο του πατέρα της από την Πέλλα. Σε κάποια επίσκεψη του νεαρού στην Αμφίπολη γνωρίστηκαν, αντάλλαξαν κλεφτές ματιές και κρυφά χαμόγελα και μέσα στη σιγαλιά της νύχτας χάρηκαν τα πρώτα τους φιλιά. Μετά όμως ο Μαχάτης επέστρεψε στην Πέλλα και η Φιλίννιον παντρεύτηκε τον Κρατερό, δίχως ο εκλεκτός της καρδιάς της να γνωρίζει τίποτα, απασχολημένος με τις υποθέσεις του όπως ήταν σε άλλη πόλη.

Έξι δυστυχισμένοι μήνες πέρασαν για την νεαρή κοπέλα. Αρρώστησε από την θλίψη της και τελικά ξεψύχησε, ολομόναχη σε μια κάμαρα του πατρικού της, εκεί όπου κάποτε μοιραζόταν με τον Μαχάτη όλα τα μυστικά αγγίγματα των εραστών. 

Οι γονείς της την θρήνησαν, μην γνωρίζοντας ότι αυτοί στ’ αλήθεια ευθύνονταν για το χαμό του παιδιού τους. Την σαβάνωσαν με αρώματα και δώρα από χρυσάφι και την ξάπλωσαν στην αλαβάστρινη σαρκοφάγο της. Στη νεκρόπολη της Αμφιπόλεως την έβαλαν στον οικογενειακό τύμβο, στολισμένο με μαρμάρινα λουλούδια και ρόδακες βαμμένους σαν αληθινούς, και έστησαν στην πόρτα δυό σφίγγες ξυλόγλυπτες να την προσέχουν στην αιωνιότητα.

Έξι μήνες ακόμα πέρασαν και ο θρήνος τελείωσε, η θλίψη θάφτηκε και η ζωή πήρε ξανά τον δρόμο της, όπως άλλωστε πάντοτε κάνει, αδιαφορώντας για τις τραγωδίες των περαστικών θνητών.

Εκείνον τον καιρό ο Μαχάτης έτυχε να επιστρέψει στην Αμφίπολη και φυσικά ζήτησε φιλοξενία στο σπίτι του φίλου του, του Δημόστρατου. Κανείς δεν του είπε πως η Φιλίννιον είχε πεθάνει. Θες γιατί θεώρησαν πώς το είχε μάθει; Θες γιατί δεν ήθελαν και οι ίδιοι να θυμούνται την απώλειά τους; Όπως κι αν είχε, ο Μαχάτης δεν έδειξε να την αναζητά ή να ρωτά γι’ αυτή. Στο κάτω-κάτω, το πάθος τους για την Φιλιννίονα ήταν κρυφό ακόμα, κι έτσι ήθελε να διατηρήσει τα πράγματα.

Μια μέρα, κατά το σούρουπο, όταν είχαν ανάψει τις λυχνίες, η γριά οικονόμος του σπιτιού του Δημόστρατου έτυχε να περνάει από το δωμάτιο όπου φιλοξενούταν ο Μαχάτης – ακριβώς όπως οι κουτσομπόλες γριές πάντα «τυχαίνει» να περνάνε από μέρη όπου βρίσκονται όσοι τους ενδιαφέρει να παρακολουθήσουν. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκεί όπως πάλι «έτυχε» να κοιτάξει μέσα στην κρεβατοκάμαρα του επισκέπτη, είδε τον Μαχάτη και την Φιλιννίονα να κάθονται στο κρεβάτι και να συζητάνε, πνίγοντας ένοχα γέλια και αγγίζοντας ο ένας τον άλλον φευγαλέα στις χειρονομίες τους με αυτή την τρυφερή οικειότητα των εραστών. 

Η γριά τα έχασε. Έφερε την χούφτα της πάνω από τα χείλη για να μην ουρλιάξει και έτρεξε αμέσως στην Χαριτώ φωνάζοντας αλαφιασμένη: «Χαριτώ! Δημόστρατε! Η κόρη σας! Μα τους Θεούς, μεγάλη η χάρη τους, γύρισε! Γύρισε η κόρη σας, ζωντανή, ολοζώντανη σας λέω!»

Η Χαριτώ δεν ήξερε ακριβώς τί να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή. Οι φωνές και ο πανικός της οικονόμου την είχαν αναστατώσει αλλά δεν ήθελε να πιστέψει πως κάτι τέτοιο ήταν ποτέ δυνατό. Η γριά όμως επέμενε και τραβούσε την κυρά της από το φόρεμα να της δείξει. Ορκιζόταν πως είχε δει την Φιλιννίονα με τα ίδια της τα μάτια. Η Χαριτώ, μην αντέχοντας άλλο ξέσπασε σε κλάματα και έβρισε αγριεμένα την οικονόμο, λέγοντάς της πως έχει αποτρελαθεί και πως καλύτερα να σηκωθεί να φύγει από το δωμάτιό της και να μην την ενοχλεί άλλο. Η οικονόμος όμως δεν πτοήθηκε από τις φωνές της κυράς της. Πείσμωσε. Τσακώθηκαν για ώρα μέχρι που η γριά, μετά από όρκους και παρακάλια, είπε στην Χαριτώ:

«Ο μόνος λόγος που στ’ αλήθεια δεν θες να με πιστέψεις, κυρά, είναι επειδή φοβάσαι! Φοβάσαι να δεις η ίδια πως όσα σου λέω δεν είναι φαντασίες βγαλμένες από το κεφάλι μου!»

Έτσι, με αυτό το τέχνασμα που σήμερα θα λύγιζε και τον πιο αδαμάντινο χαρακτήρα μαθητή της τετάρτης δημοτικού, η Χαριτώ πείστηκε τελικά και ακολούθησε την οικονόμο στο δωμάτιο του Μαχάτη.

Βέβαια, καθώς είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες, βρήκαν τους δύο νέους να κοιμούνται μπρούμυτα πλάι-πλάι, γυμνοί, με τα ιδρωμένα κορμιά τους να στραφταλίζουν στο σκοτάδι. 

Πολύ προσεκτικά η Χαριτώ πλησίασε το λυχνάρι της όσο πιο κοντά μπορούσε χωρίς να ρισκάρει να τους ξυπνήσει και με δέος παρατήρησε την σιλουέτα της γυναίκας δίπλα από τον Μαχάτη. Εκείνη την ώρα όμως, στο μισοσκόταδο του δωματίου δεν ήταν σε θέση να διακρίνει τί ακριβώς έβλεπαν τα μάτια της. Ίσως, σκέφτηκε, ο Μαχάτης να είχε πάρει στο κρεβάτι του κάποια από τις μικρές δούλες του σπιτιού, ή να είχε φέρει μία από τις πόρνες που σύχναζαν στο λουτρό της πόλης. Όπως και να είχε, το νεύρα της δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση κι έτσι αποφάσισε να αφήσει το ζήτημα για την επόμενη ημέρα, όταν θα μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα την κοπέλα και φυσικά να ρωτήσουν τον ίδιο τον Μαχάτη ποιά ήταν.

Όταν όμως ήρθε το πρωί, είτε επειδή έτσι το θέλησαν οι Θεοί, είτε κινούμενη από κάποια θεϊκή παρότρυνση, η κοπέλα είχε φύγει από το σπίτι δίχως κανείς να την πάρει είδηση. 

Η Χαριτώ ήταν έξαλλη με τον Μαχάτη και ήρθε καταπάνω του πριν αυτός καλά-καλά ξυπνήσει, παρακαλώντας τον και φοβερίζοντάς τον συνάμα να της πει με ποιά γυναίκα ήταν το προηγούμενο βράδυ. 

Ο Μαχάτης αρχικά βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν ήξερε τι να πει. Η Χαριτώ όμως συνέχισε να τον πιέζει – μέχρι που έφτασε να πέσει στα πόδια του και να τον πιάσει από το γόνατο, όπως οι ικέτες. Ο νέος τότε παραδέχτηκε πως η κοπέλα ήταν όντως η Φιλίννιον. Τρία χρόνια τώρα την αγαπούσε, είπε, αλλά όταν πρωτοσυναντήθηκαν και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του με βίαιο πάθος του είχε πει πως ερχόταν στο κρεβάτι του δίχως να το ξέρουν οι γονείς της και τον όρκισε να κρατήσει την αγάπη τους μυστική. 

Μάλιστα, για να αποδείξει πως τα όσα έλεγε ήταν αλήθεια, ο Μαχάτης τράβηξε κάτω από το κρεβάτι του ένα μικρό μπαούλο μέσα στο οποίο είχε κρατήσει κάποια πράγματα που η Φιλίννιον είχε ξεχάσει το προηγούμενο βράδυ: ένα χρυσό δαχτυλίδι που του είχε κάνει δώρο και μια γυναικεία ζώνη που ο ίδιος είχε λύσει με τα χέρια του από κάτω απ’ τα στήθη της.

Σαν άκουσε αυτά η Χαριτώ και είδε τα αντικείμενα της κόρης της έβγαλε μια στριγκή κραυγή και άρχισε να οδύρεται και να κλαίει, σχίζοντας τα ρούχα της και τραβώντας την καλύπτρα από τα μαλλιά της, ολότελα εκτός εαυτού. Όλοι οι παρευρισκόμενοι του σπιτιού του Δημόστρατου έκαναν το ίδιο, θρηνώντας λες και βρίσκονταν σε νεκρώσιμη πομπή. 

Ο Μαχάτης τα έχασε. Δεν ήξερε τί να κάνει, τί να πει; Τόσο μεγάλο πια ήταν το έγκλημά του, να αγαπήσει την Φιλιννίονα; 

Κάποιος από τους δούλους του σπιτιού όμως γρήγορα του εξήγησε τον λόγο όλου αυτού του θρήνου, του τρόμου και της έκπληξης που έβλεπε γύρω του: η Φιλίννιον ήταν νεκρή. Και μάλιστα είχε έξι μήνες που την έβαλαν στο μνήμα.

Τρέλα έπιασε τον Μαχάτη. Το μυαλό του θόλωσε. Όχι, δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο. Κάτι λάθος θα είχε καταλάβει η Χαριτώ.

Παρ’ όλα αυτά, όταν λίγο τα πνεύματα ηρέμησαν, συμφώνησαν όλοι μαζί πως κάτι ιδιαίτερα περίεργο συνέβαινε και έπρεπε να το διαλευκάνουν εάν ήλπιζαν ποτέ να ξανακοιμηθούν ήσυχοι σε εκείνο το σπίτι.

Ο Μαχάτης είπε πως περίμενε την Φιλιννίονα, ως συνήθως, εκείνο το βράδυ, να έρθει στο δωμάτιό του για την καθιερωμένη τους κρυφή συνάντηση. Η μητέρα της και ο πατέρας της, μαζί με τους ανθρώπους του σπιτιού για μάρτυρες, δεν είχαν παρά να παραφυλάξουν και τότε όλοι μια και καλή θα μάθαιναν τί στο όνομα του παντοβατευτή Δία συνέβαινε επιτέλους.

Όταν έπεσε ο ήλιος και πάλι η Φιλίννιον, πιστή στο ραντεβού της, ήρθε στο δωμάτιο του Μαχάτη. Και τόσο ζεστά ήταν τα φιλιά της, τόσο ζωηρός ο ήχος του γέλιου της, ώστε ο νεαρός δεν μπορούσε να πιστέψει πως η κοπέλα που καθόταν μαζί του εκείνη τη στιγμή - και να, έπινε και έτρωγε!- μπορούσε ποτέ να είναι νεκρή ή παγωμένο φάντασμα του Άδη.

Οι γονείς της Φιλιννίονος, βλέποντας το παιδί τους τόσο θαυμαστά νεκραναστημένο και ολοζώντανο μέσα στο σπίτι τους και πάλι, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Όρμησαν από την κρυψώνα τους και με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης έπεσαν επάνω της, χαϊδεύοντας της τα μαλλιά και φιλώντας της τα μάγουλα.

Η Φιλλίνιον όμως δεν ανταπέδωσε την τρυφερότητα. Το πρόσωπό της ξαφνικά πάγωσε και τα φρύδια της έσμιξαν αυστηρά. 

«Μητερα, πατερα...» είπε κοιτώντας τους διαπεραστικά με τα μαύρα της μάτια, «ποιόν ποτέ πείραξα με το να αγαπώ αυτόν εδώ τον άνδρα; Πόσο άκαρδοι και σκληροί αλήθεια υπήρξατε απέναντί μου δίνοντάς με σ’ έναν άλλον! Αλλά αφού το θελήσατε να κατασκευάσετε την δυστυχία μου, τώρα θα πληρωθείτε με το ίδιο νόμισμα. Είναι ώρα λοιπόν να επιστρέψω στο μέρος που είναι ετοιμασμένο για εμένα – αλλά να θυμάστε: Δεν ήρθα εδώ δίχως την θέληση των Θεών». 

Με αυτά τα λόγια η κοπέλα κατέρρευσε επάνω στο κρεβάτι, το νεκρό της σώμα άκαμπτο και ψυχρό για δεύτερη φορά.

Οι γονείς της αναλύθηκαν και πάλι σε θρήνους, ακόμη πιο σπαρακτικούς και μαύρους απ’ ότι πριν, χτυπώντας το στήθος τους και τραβώντας τα μαλλιά τους.

Το αλλόκοσμο αυτό περιστατικό δεν άργησε να μαθευτεί σε όλη την πόλη και η Αμφίπολη βούιξε από άγριες φήμες και φοβισμένους ψιθύρους εκείνο το βράδυ.

Το επόμενο πρωί, ήδη από τα ξημερώματα, το θέατρο της πόλης ήταν γεμάτο και από κοινού όλοι οι καλοθελητές αποφάσισαν να πάνε να ανοίξουν τον οικογενειακό τάφο όπου θα έπρεπε να κείτεται το σώμα της Φιλιννίονος ώστε να διαπιστώσουν αν όντως ήταν εκεί ή όχι.

Έτσι κι έκαναν. Με τρόμο τότε διαπίστωσαν, κοιτώντας γύρω-γύρω τις εσοχές όπου αναπαύονταν τα μουμιοποιημένα κορμιά των προγόνων της άτυχης κοπέλας ότι ένα έλειπε: αυτό της Φιλιννίονος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ανάμεσα στα άδεια σάβανά του νεκροκρέβατού της βρήκαν το σιδερένιο δαχτυλίδι που της είχε δώσει ο Μαχάτης ως δείγμα της αγάπης και της αφοσίωσής του σε μία από τις συναντήσεις τους καθώς επίσης και έναν όμορφο κρατήρα, ζωγραφισμένο με ερυθρόμορφα σταφύλια, που της είχε χαρίσει μόλις μιά νύχτες πριν. 

Πηγαίνοντας στη συνέχεια στο σπίτι του Δημόστρατου όλοι είδαν εκεί το πτώμα της Φιλιννίονος και ένας βαθύς τρόμος τους κατέλαβε καθώς κανείς τους πιά δεν μπορούσε να αρνηθεί την αλήθεια του παράδοξου και μακάβριου αυτού γεγονότος.

Ο μάντης Ύλλος, περιβόητος για τις γνώσεις του τόσο στην οιωνοσκοπία όσο και σε μεταφυσικά θέματα που ξεπερνούσαν την κατανόηση του ανθρώπου, είπε πως η Φιλίννιον έπρεπε να ενταφιαστεί έξω από τα ιερά όρια της πόλης και να μην ξανατοποθετηθεί στον οικογενειακό τύμβο. Επίσης, έπρεπε να θυσιάσουν μαύρες κατσίκες στον Χθόνιο Ερμή και στις Ευμενίδες, τα ιερά όλης της Αμφιπόλεως να καθαγιαστούν εκ νέου και οι βωμοί των Θεών του Κάτω Κόσμου να θολώσουν από σύννεφα λιβανιού.

Όσο για τον Μαχάτη, λέγεται πως λίγο αργότερα αυτοκτόνησε από την απελπισία του. Ίσως δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα πως είχε πλαγιάσει με ένα νεκροζώντανο πλάσμα που είχε για σπίτι του τον τάφο... εγώ, εν τούτοις, προτιμώ να πιστεύω πως το έκανε για να συναντήσει την αγαπημένη του Φιλιννίονα πιο γρήγορα, βέβαιος πια πως ούτε ο θάνατος δεν μπορούσε να τους χωρίσει. 

 

 

 

 

 

Article Published: Thursday, 10 September 2015